Όταν το μωρό γινόταν σαράντα ημερών, ο πατέρας πήγαινε στον κουμπάρο που τους στεφάνωσε και τον ρωτούσε αν ήθελε να βαφτίσει το μωρό. Ο κουμπάρος δικαιούταν να βαφτίσει το πρώτο τους μωρό.
Για να καλέσουν τον κουμπάρο έπαιρναν μία λαμπάδα και μία πετσέτα και στέλναν τα παιδιά της οικογένειας ή συγγενικά να του πουν την ημέρα που θα γινόταν η βάφτιση. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στην μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο.
Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν μ’ ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντάς τους από ένα.
Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δύο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί το έπαιρνε ο κουμπάρος αφού του έδινε λεφτά. Η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία, αλλά καθόταν στο σπίτι.
Την ώρα της βάφτισης ρίχνανε λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία τα έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε.
Ο κουμπάρος έλεγε το όνομα, το οποίο δεν το ήξερε κανένας άλλος (μέχρι τότε το μωρό το φώναζαν μπέμπη-μπέμπα) και τα παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα στη μητέρα του μωρού. Όποιο παιδί έφτανε πρώτο του έδινε περισσότερα λεφτά απ’ τα άλλα. Όταν τελείωνε η βάφτιση, σηκώνανε τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν “Άξιος”.
Μετά δύο κορίτσια έπαιρναν το νερό της κολυμπήθρας και το έχυναν σε κάποιο καθαρό μέρος και ο κουμπάρος τα έδινε λεφτά. Αντί για μπομπονιέρες μοίραζαν στον κόσμο καραμέλες, λεφτά και μικρά σταυρουδάκια
Ο κουμπάρος πήγαινε στο σπίτι της μητέρας του μωρού και εκεί η μητέρα γονάτιζε τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το μωρό. Τότε ο κουμπάρος της έλεγε: “Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου να το προσέξεις σαν τα μάτια κι απ’ τη φωτιά κι από όλα τα κακά”.
Ακολουθούσε το γλέντι.
Όταν ο κουμπάρος έφευγε απ’ το σπίτι πήγαινε πάνω απ’ τη κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά. Το ίδιο έκαναν και άλλοι συγγενείς.
Έτσι τέλειωνε η βάφτιση.