Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889 και εμφανίστηκε στην αρχή με προοδευτικό προσωπείο διακηρύσσοντας ότι είχε ως βάση του τις αρχές του Μιδάτ πασά, ο οποίος αναγνώριζε την ύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πρότεινε την συγκρότηση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδία εθνών με ίσα δικαιώματα. Με την επανάσταση του 1908 οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Εμβέρ πασά, τον Ταλαάτ κ.ά., επικρατούν στην αυτοκρατορία και σταδιακά αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Στόχος τους υπήρξε η μετατροπή της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εθνικό Τουρκικό κράτος με την εξόντωση και τον εκτουρκισμό των άλλων λαών. Στο συνέδριό τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911, πάρθηκε η εξής απόφαση: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Οι μωαμεθανικές αντιλήψεις και η μωαμεθανική ισχύς πρέπει να κυριαρχήσουν στη χώρα. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να καταπνίγεται. Η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτάται από τη δύναμη του νεοτουρκικού κόμματος και από τη συντριβή όλων των ανταγωνιστικών σ’ αυτό ιδεολογιών. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και ασφαλώς, είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δε θα μπορέσει να γίνει με την πειθώ και κατά συνέπεια θα πρέπει να προσφύγουμε στην ένοπλη βία. Ο χαρακτήρας της αυτοκρατορίας πρέπει να μείνει μωαμεθανικός και θα πρέπει να δούμε ότι οι μωαμεθανικοί θεσμοί και οι μωαμεθανικές παραδόσεις θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν τις δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης είναι προδοσία στην Τουρκική Αυτοκρατορία. Οι εθνότητες είναι αμελητέες ποσότητες. Μπορούν να κρατήσουν τη θρησκεία τους, αλλά όχι τη γλώσσα τους. Η διάδοση της Τουρκικής γλώσσας είναι ένα από τα κυριότερα μέσα εξασφάλισης της μωαμεθανικής υπεροχής και της αφομοίωσης των μη μωαμεθανικών στοιχείων…».
Στον Πόντο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 με το σουλτανικό διάταγμα το Χάττι Χουμαγιούν βελτιώνεται η θέση των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής και αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Στις αρχές του 1900, το εμπόριο σ’ ολόκληρο τον Πόντο είχε περάσει στα χέρια των Ελλήνων και εν μέρει των Αρμενίων. Το ενδιαφέρον της γερμανικής πολιτικής για την Ανατολή και τα οικονομικά της σχέδια γι’ αυτή την περιοχή αποτελούν τον καταλύτη που μεταβάλλει το σκηνικό. Οι Γερμανοί ως μοναδικό εμπόδιο στα σχέδια τους για οικονομική διείσδυση στο οθωμανικό κράτος έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους, που στα χέρια τους βρισκόταν ο έλεγχος της οικονομικής ζωής της χώρας, γι’ αυτό και παρακινούσαν τους Τούρκους με κάθε μέσο να στραφούν εναντίον τους. Στις 26 Ιουλίου 1909 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Μiguel στέλνει αναφορά στο Βερολίνο σχετικά με τη συνάντηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σεφκέτ πασά. Για πρώτη φορά ένας Τούρκος πρωθυπουργός απειλούσε αυτοπροσώπως τον θρησκευτικό ηγέτη της μεγαλύτερης μειονότητας λέγοντας μεταξύ άλλων «Θα σας κόψουμε τα κεφάλια. θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς». Οι Τούρκοι χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μ. Ασίας έρχονται καταγγελίες. Στις 30 Μαΐου 1911 ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης καταγγέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας τις βαρβαρότητες οργάνων της τουρκικής κυβέρνησης στην περιοχή του. Οι Νεότουρκοι κηρύττουν οικονομικό πόλεμο σε καθετί ελληνικό. Απαγορεύουν τα ελληνικά προϊόντα και δεν επιτρέπουν στα ελληνικά πλοία να αγκυροβολούν σε τουρκικά λιμάνια. Αυτό το εμπορικό μποϊκοτάζ πραγματοποιείται σ’ ολόκληρη την Τουρκία και φυσικά και στον Πόντο. Η μισαλλόδοξη και αντιχριστιανική πολιτική των Νεότουρκων οδηγεί στους βαλκανικούς πολέμους, με ενωμένες τις χριστιανικές χώρες της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι διωγμοί αυξήθηκαν. Στην Τραπεζούντα, οι Τουρκικές εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες ν’ αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι. Οργανωμένες τουρκικές συμμορίες, κατά τη διάρκεια της νύχτας, λεηλατούσαν πόλεις και χωριά. Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα, όμως, έγιναν πιο συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τους χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των «ανεπιθύμητων» εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση. Οι εντολές αυτές δόθηκαν με τη μορφή απορρήτων τηλεγραφημάτων προς όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές των διαφόρων νομών, έπειτα από μια σύσκεψη που είχε ο Ταλαάτ στις 8 Μαΐου του 1914 με τους συνεργάτες του, Εμβέρ, Τζεμάλ, Νουρεντίν και άλλους ηγέτες των Νεότουρκων.
Ένα απ’ αυτά τα τηλεγραφήματα κατόρθωσε να το αποκτήσει έπειτα από δυο χρόνια η γαλλική εφημερίδα «Le Temps» και το δημοσίευσε στις 29 Ιουλίου 1916. Έλεγε τα εξής: «Γιλντίζ 14-5-1914. Προς τον διοικητή της Σμύρνης Ραχμή μπέη. Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι της περιφέρειας σας αποτελούν πλειονότητα, η οποία δυνατόν να αποβεί επικίνδυνη. Γενικότερα, όλοι όσοι ζουν στα παράλια της Μικρασίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Νομαρχίας σας πρέπει να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν στους νομούς Ερζερούμ, Ερζιγκιάν και αλλού. Τούτο επιβάλλουν πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι. Αν αρνηθούν να εκκενώσουν τις περιοχές τους, δώστε οδηγίες στους Μουσουλμάνους αδελφούς μας να τους εξαναγκάσουν μεταχειριζόμενοι προς τούτο κάθε μέσον και κάθε είδους έκτροπα. Οι Έλληνες πρέπει ακόμα να υποχρεωθούν να υπογράψουν βεβαίωση, στην οποία να δηλώνουν ότι φεύγουν και εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους θέληση και πρωτοβουλία. Η βεβαίωση αυτή είναι αναγκαία για να μη δημιουργηθούν αργότερα πολιτικά ζητήματα. Υπογραφές: Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, Διευθυντής υπουργείου Εσωτερικών Χιλμή». Σε εφαρμογή αυτής της πολιτικής, όχλοι ατάκτων καθοδηγούμενοι από τις αρχές και αφιονιζόμενοι από μια συστηματική προπαγάνδα μίσους, ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Αλλά οι Τούρκοι δεν περιορίζονταν στους ομαδικούς εκτοπισμούς και τις απελάσεις. Στις ελληνικές περιοχές έφερναν τον όλεθρο και τη συμφορά έκαιγαν και κατάστρεψαν χωριά και κωμοπόλεις, έσφαζαν τους κατοίκους τους, λεηλατούσαν τις περιουσίες τους, βίαζαν τις γυναίκες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε σε ένδειξη πένθους να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε, όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών. Οι Νεότουρκοι είχαν πεισθεί πως μόνο με τη φυσική εξόντωση των γηγενών λαών, των Ελλήνων και των Αρμενίων, θα κάνανε πατρίδα τους τη Μικρασία. Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά επιστρατεύτηκαν οι χριστιανοί στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μάλιστα, πολλοί Πόντιοι, μη θέλοντας να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν όπου έβρισκαν: στα υπόγεια των σπιτιών, στα δώματα, στις σπηλιές, στα δάση. Εξάλλου πολλοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, λιποτακτούσαν και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στα χωριά τους, περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Στη γενική επιστράτευση του 1914 κλήθηκαν ηλικίες από 20 μέχρι 50 ετών. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε 11 ημέρες θεωρούνταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.
Τους χριστιανούς στρατιώτες τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας τα γνωστά αμελέ ταπουρού, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, βροχές, χιόνια κλπ. Τόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακομεταχείρισή τους ώστε ελάχιστοι απ’ αυτούς επέζησαν. Τα αμελέ ταπουρού ήταν στην πραγματικότητα τάγματα εξόντωσης των στρατευμένων χριστιανών. Ο πρόξενος της Ελλάδας στο Ικόνιο, σε έκθεσή του με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1917, γράψει: «Ο νόμος για την ίδρυση εργατικών ταγμάτων αποκλειστικά από χριστιανούς καταστρέψει και εξοντώνει βαθμιαία αλλ’ ασφαλώς τους Έλληνες της Τουρκίας. Οι δυστυχείς αυτοί στρατολογούμενοι και κατατασσόμενοι στα εργατικά τάγματα στέλλονται προς διάφορες κατευθύνσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τα παράλια της Μικρασίας και του Ευξείνου Πόντου στα πέρατα της Βαγδάτης, του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, άλλοι μεν για την κατασκευή στρατιωτικών δρόμων, άλλοι για τη διάνοιξη σηράγγων για το σιδηρόδρομο Βαγδάτης, άλλοι για την καλλιέργεια αγρών κλπ. Χωρίς κανένα μισθό, κακώς τρεφόμενοι και ενδυόμενοι, εκτιθέμενοι στις καιρικές συνθήκες, στον καυτό ήλιο της Βαγδάτης και στο αφόρητο ψύχος του Καυκάσου, προσβαλλόμενοι από ασθένειες, πυρετούς, εξανθηματικό τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες…».
Πολλοί, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τις θανάσιμες κακουχίες, την εξοντωτική δουλειά και την κακή διατροφή, δραπέτευαν και γύριζαν στις εστίες τους. Οι στρατιωτικές αρχές πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποταχτών για να τους συλλάβουν. Έτσι, πριν φτάσουν οι Έλληνες στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τους γονείς των λιποταχτών να παραδώσουν τα παιδιά τους. Με την ευκαιρία, έκαναν έρευνες, άρπαζαν πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν σπίτια. Σε έκθεση από την Κερασούντα, με ημερομηνία 21 Απριλίου 1917, είναι γραμμένα τα εξής: «Με αφορμή την ανυποταξία 300 φυγόστρατων εκκενώθηκαν και πυρπολήθηκαν 88 ελληνικά χωριά από το Δεκέμβριο του 1916 ως το Φεβρουάριο του 1917. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ανερχόμενοι σε 30.000 περίπου, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γέροι, γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν βίαια στο νομό Αγκύρας, μέσα σε δριμύτατο χειμώνα, χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν ούτε τα ενδύματά τους. Το ένα τέταρτο απ’ αυτούς πέθανε κατά τη διαδρομή από τις κακουχίες, την πείνα και το ψύχος». Σύμφωνα με άλλη έκθεση της Ελληνικής πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Μισοπεθαμένοι εγκαταλείπονταν στο δρόμο. Και γυναίκες που γεννούσαν κατά τη διαδρομή εγκατέλειπαν τα βρέφη τους βαδίζοντας όπως μπορούσαν, γιατί όσοι βραδυπορούσαν δέρνονταν από τους συνοδούς χωροφύλακες. Το τέρμα του ταξιδιού των δυστυχισμένων αυτών δεν σήμαινε και το τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των τουρκικών χωριών τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα…».
Η Γερμανία, στην προσπάθειά της να πετύχει τους στόχους της στο νευραλγικό τομέα της Μικρασίας και της Μέσης Ανατολής δε δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής στο βωμό του παντουρκισμού. Σε κάποιο βαθμό ήταν συνυπεύθυνη για τις γενοκτονίες των Ελλήνων και των Αρμενίων. Εξάλλου, αυτός που εισηγήθηκε στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων από τα παράλια, δήθεν για στρατιωτικούς λόγους, χαρακτηρίζοντάς τους πράκτορες της Αντάντ, ήταν ο Γερμανός αρχιστράτηγος LimanvonSanders, που πήρε συν τοις άλλοις τον τίτλο του πασά. Επίσης, με τη συγκατάθεση της Γερμανίας οι Τούρκοι έστειλαν τους χριστιανούς που στρατολόγησαν στα τάγματα εργασίας.
Στον Πόντο, οι διωγμοί πήραν τραγικές προεκτάσεις. Πολλοί Γερμανοί βλέποντας τα εγκλήματα άρχισαν να διαφωνούν με την πολιτική της χώρας τους. Ο Γερμανός ιερωμένος J. Leprius έχει γράψει σχετικά: «Ο ανθελληνικός και αντιαρμενικός διωγμός είναι δύο φάσεις ενός και του αυτού προγράμματος, της εξοντώσεως του χριστιανικού στοιχείου στην Τουρκία». Στις 16 Ιουλίου 1916, ο Γερμανός πρόξενος στην Αμισό Kuckhoff έγραφε στο Βερολίνο: «Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα». Ο Αυστριακός υποπρόξενος Αμισού Kwiatkowski στις 30 Νοεμβρίου 1916 ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, τον S. BaronBurian, για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Αμισού, Ραφέτ μπέη:
«… Στις 26 Νοεμβρίου, μου είπε ο Ραφέτ μπέη: Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμένιους… Στις 28-11-1916, μου είπε ο Ραφέτ μπέη πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν στο δρόμο κάθε Έλληνα, που συναντούν».
Σκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που Θα απέμεναν. Έκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (14-1-1915) ανέφερε: «Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφόσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Αι στρατιωτικαί ανάγκαι παρέχουσιν καταλληλοτάτην πρόφασιν ίνα διασκορπισθώσιν οι χριστιανοί και ούτω καταστεί δυνατός ο εκτουρκισμός αυτών». Στις 19-12-1916 ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Pallavicini, σε έκθεση που έστειλε στη Βιέννη, περιέγραψε τα τουρκικά εγκλήματα στη μαρτυρική Αμισό: «11 Δεκεμβρίου 1916. λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 ελληνικά χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου, 15 εν μέρει, 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες». Οι εκθέσεις της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης, που στάλθηκαν στην Αθήνα τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1917 είναι πολύ αποκαλυπτικές: «… Είκοσιν οχτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από της Ι5ης Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον.Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Άγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώνες, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπου εις τόπον, διανυκτερεύουσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδία απωλέσαντα τους γονείς των διασκορπίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνεται… Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος ο άρρην πληθυσμός… Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Αγκύρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμή φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθη ολόκληρος εις το εσωτερικόν’… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις την Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικωδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσι να εκλείψωσι ως οι Αρμένιοι».
Ο μητροπολίτης Χαλδίας Λαυρέντιος στέλνει (στις 7-2-1917) καταγγελία στον Έλληνα επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη: «Μετά κατάληψιν Τραπεζούντος υπό Ρώσων μυριάδες Τούρκων μεταναστών ενέσκηψαν εις επαρχίαν Κερασούντος, ελεηλάτησαν τα ελληνικά χωρία και ανεχώρησαν καταλείποντες χολέραν και τύφον. Κατά διαταγήν βαλή της Τραπεζούντος ήρχισε νέα καταδίωξις των Ελλήνων συλληφθέντων και εξορισθέντων των πλουσιοτέρων εξ αυτών. Όταν υπό του γενικού επιτελείου απεφασίσθη η απομάκρυνσις των Ελλήνων από την παραλίαν του Ευξείνου Πόντου αύτη εξετελέσθη υπό του Βαλή Τραπεζούντος και των οργάνων του κατά τον μάλλον απαίσιον τρόπον. Παρά τας διαβεβαιώσεις του αρχηγού τον τρίτον στρατιωτικού σώματος, η εκκένωσις των χωρίων εξετελέσθη εντός 24 ωρών, μη επιτρέποντος εις τους εκτοπιζόμενους να παραλάβωσι μεθ’ εαυτών ούτε τροφάς, ούτε ενδύματα, ούτε οικοσκευάς. Διενυκτέρευσαν δε εν υπαίθρω υπό ραγδαίαν βροχήν και ισχυράν συνοδείαν χωροφυλάκων. Εις ουδέν χωρίον επετράπη αυτοίς να επικοινωνήσωσι μετά της Μητροπόλεως, μετά δε την αναχώρησίν των Τούρκοι υπάλληλοι και ιδιώται διήρπασαν τας περιουσίας των. Τα εκκενωθέντα χωρία ανέρχονται εις 38, ο δε πληθυσμός εις 23.000».
Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει. Υπήρξαν κάποιοι ελάχιστοι, έστω, Τούρκοι, που αποδοκίμασαν τα εγκλήματα της γενοκτονίας κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο έκτακτο στρατοδικείο, που συγκλήθηκε με σουλτανική διαταγή στις 8 Μαρτίου, για να δικάσει τους ηγέτες της κυβέρνησης των Νεότουρκων για τα εγκλήματα κατά του χριστιανικού πληθυσμού, ο Μουσταφά Κεμάλ μεταξύ άλλων κατάθεσε τα εξής: «Οι πασάδες που διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου και έφεραν τη χώρα σ’ αυτή την κατάντια, τώρα υποδαυλίζουν ταραχές για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους και μόνο συμφέροντα. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν βρέφη, που ακόμη θήλαζαν, με πετρέλαιο, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, κατάσχεσαν παράνομα την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, εξόρισαν γυναικόπαιδα σε άθλια κατάσταση μέχρι τη Μοσούλη, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητες. Επεβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ανακοίνωναν με τελάληδες ότι οι πιστοί στην οθωμανική κυβέρνηση χριστιανοί οφείλουν να παραιτηθούν από τη θρησκεία τους και να αποδεχθούν το Ισλάμ. Επέβαλαν σε γέροντες να βαδίζουν μήνες ολόκληρους νηστικοί και τους εξανάγκαζαν σε διαρκή καταναγκαστική εργασία. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής, που λειτουργούσαν κάτω από ανυπόφορες συνθήκες. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού». Όμως, το 1919 αρχίζει νέος άγριος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό. Στις 20 Μαΐου 1919, ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος, σε έκθεσή του προς τον συνταγματάρχη Κατεχάκη αποκαλύπτει στατιστικά στοιχεία της τραγωδίας των Ποντίων «… Η επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 ελληνικό πληθυσμό. Εκ του ολικού αριθμού, 73.375 του πληθυσμού μετετοπίστησαν ή εξορίσθησαν, εκ των οποίων το 70% απέθανον εν τη εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον… Εκ των 25.000 εξορισθέντων της επαρχίας Νεοκαισαρείας, εκ μεν των χωρικών εσώθησαν μόλις 6% και ούτοι συντετριμμένοι ως ναυαγοί της σατανικής τουρκικής θηριωδίας, εκ δε των κατοίκων των πόλεων 35% ρακένδυτοι και κατεσυληκότες, ζωντανά μαρτύρια της τουρκικής βαρβαρότητος… Η επαρχία Κολωνίας εξ ολοκλήρου κατεστράφη, όλα τα χωριά αυτής ηρημώθησαν, ελάχιστοι ομογενείς σώζονται εν Νικοπόλει… Η επαρχία Χαλδείας-Κερασούντος… είχε… ολικόν πληθυσμόν 167.450. Εκ τούτων 45.000 περίπου εξηνηγκάσθησαν κατά τον χρόνον της ανακατοχής να καταφύγωσιν εις Ρωσίαν, άνω δε των 90.000 μετετοπίσθησαν και εξορίσθησαν εις τα βάθη της Μ. Ασίας… Εκ των εξορισθέντων 80% απέθανον εκ πείνης, εκ των διωγμών, των δεινοπαθημάτων και των δαρμών… Εκ των 72 ελληνικών χωρίων του τμήματος Κερασούντος ουδέν σώζεται…». Παρόμοιες στατιστικές υπάρχουν και για άλλες περιοχές του Πόντου.
Στις 19 Μαΐου 1919, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής γενοκτονίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβερνήσεως, με την ιδιότητα του επιθεωρητή της «Παραινετικής Επιτροπής». Ο Κεμάλ ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου όπου, κατά την αναφορά του Άγγλου φρούραρχου στη Σαμψούντα, τα ελληνικά χωριά δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τις τουρκικές συμμορίες. Άρχισε, όμως, από τη Σαμψούντα ένα εγκληματικό έργο, αντίθετο με την αποστολή του. Με τη βοήθεια μελών του νεοτουρκικού κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι, το 1916. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, να εξοντώσει δηλαδή τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια με τους τσέτες του ο Κεμάλ. Μέλος της κεμαλικής οργάνωσης Mutafai Milliye ήταν ο Τοπάλ Οσμάν, γνωστός στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου. Ο Μουσταφά Κεμάλ, αναδεικνύοντας τον Τοπάλ Οσμάν γενικό αντιπρόσωπό του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Πόντιους, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός των απερίγραπτων εγκλημάτων του συνεργάτη του. Επιπλέον, ήταν ο μεγάλος «κλεπταποδόχος», έχοντας την επικαρπία των λεηλασιών του αιμοβόρου φίλου του, γιατί ο Οσμάν αγάς του έστελνε κάθε τόσο στην Άγκυρα ολόκληρα φορτία νομίσματα και χρυσαφικά που άρπαζε από τους πλούσιους Πόντιους των πόλεων και των χωριών. Εκθέσεις, τηλεγραφήματα και επιστολές των ποντιακών οργανώσεων ζητούσαν επέμβαση της Ελλάδας και των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη σωτηρία του εναπομείναντος ποντιακού ελληνισμού. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανεβούν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού.
Το ποντιακό αντάρτικο, που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης, έδρασε κυρίως στο Δυτικό Πόντο, ενώ στον Ανατολικό είναι γνωστό το περήφανο αντάρτικο της Σάντας. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στις περιοχές όμως που οι αντάρτες δεν μπορούσαν να δράσουν, ο Τούρκοι ανενόχλητοι συνέχιζαν το καταστροφικό τους έργο. Στις 31 Αυγούστου 1920, σε έκθεση του Πατριαρχείου αναφέρονται τα εξής: «… Ο δήμαρχος της πόλης Οσμάν αγάς… διέταξε αμέσως τους Τούρκους της Κερασούντας να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κατόπιν έκλεισε όλους τους χριστιανούς άνδρες στο ελληνικό σχολείο, το ξενοδοχείο BelleVue και σ’ ένα μεγάλο κτίριο με τη δολοφονική πρόθεση να τους σκοτώσει. Οι γυναίκες βιάστηκαν και όλα τα χριστιανικά σπίτια λεηλατήθηκαν από ορδές του τυράννου. Κάθε βράδυ έβγαζαν πέντε-έξι χριστιανούς από το σχολείο και τους σκότωναν». Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Οι διαμαρτυρίες των ποντιακών οργανώσεων του εξωτερικού μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει.
Στις 25 Μαΐου 1922, αντιπροσωπεία της ελληνικής ναυτικής βάσης, που είχε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη σύνταξε έκθεση που στάλθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών: «Η κατάστασις των χριστιανών των άνω περιοχών είναι οικτροτάτη. Εις την ύπαιθρον χώραν κάτοικοι παντάπασιν δεν υπάρχουσιν. Πάντα τα χριστιανικά χωρία έχουσι πυρποληθή, εκ δε των κατοίκων άλλοι μεν απελαθέντες εσφάγησαν καθ’ οδόν, άλλοι δε συλληφθέντες εφονεύθησαν επιτοπίως ή εκάησαν ζώντες». Άπειρες είναι οι εκθέσεις στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών για το μαρτύριο του ποντιακού λαού. Περισσότεροι από 350.000 Πόντιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς. Τα βουνά και οι χαράδρες του Πόντου γέμισαν από τα πτώματα των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Τον επίλογο της τραγικής ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών (Συνθήκη της Λοζάνης 1923) έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία ζωντανά υπολείμματα. Οι πρόσφυγες μεταφέρονταν με τουρκικά πλοία και με την επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη περιθάλπονταν από τον εκεί Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στους στρατώνες Σελιμιέ και από εκεί, επιβιβάζονταν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές, η δε κατάσταση στους τούρκικους στρατώνες ήταν τραγική, καθώς οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες στοιβάζονταν κατά χιλιάδες χωρίς νερό και με τις αρρώστιες, κυρίως τον τύφο, να τους θερίζουν κυριολεκτικά. Κανείς Πόντιος δεν απομένει στην ιστορική του πατρίδα εκτός από αυτούς που βίαια εκτουρκίστηκαν και εξισλαμίστηκαν. Οι Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν από τον Πόντο στην Ελλάδα, ανέρχονται, κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, σε 325.000 έως 400.000 άτομα.. Πολιτικά συμφέροντα και σκοπιμότητες έριξαν στη λήθη μετά τον ξεριζωμό την υπόθεση της μεγάλης γενοκτονίας των Ποντίων. Οποιαδήποτε αναφορά στο ποντιακό ζήτημα συνειδητά αποφεύχθηκε από το εξαρτημένο ελλαδικό κράτος που δεν ήθελε να διαταράξει το Νατοϊκό δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που στην Τουρκία αποτελεί εθνική γιορτή της τουρκικής νεολαίας. Η 19η Μαΐου αποτελεί την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ποντιακής γενοκτονίας. Όμως η διεκδίκηση του αιτήματος της διεθνούς αναγνώρισης της ποντιακής γενοκτονίας από το τουρκικό κράτος και τη διεθνή κοινότητα πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, ώστε να υπάρξει τουλάχιστον η ηθική δικαίωση των Ποντίων, με την διεθνή αποκάλυψη των τραγικών και εγκληματικών γεγονότων που συνέβησαν σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού.
Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το βιβλίο «Ο Πόντος». Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ