close

Πόντος

Ήθη & Έθιμα

Παραδοσιακή Ποντιακή Κηδεία

pontos_kideia

Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός, στα παλιά χρόνια, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.

Στο σπίτι έλουζαν τον – την νεκρό – ή, τον – την έντυναν με τα καλύτερά του – της ρούχα, τον – την έβαζαν πάνω σε μια πόρτα που έβγαζαν από κάποιο δωμάτιο του σπιτιού και τον – την σκέπαζαν μ’ ένα σεντόνι μέχρι τη μέση στην διάρκεια της ημέρας και ολόκληρη στη διάρκεια της νύχτας. Δίπλα του – της έβαζαν ένα πιάτο κόλλυβα μ’ ένα αναμμένο κερί.

Αφού ταχτοποιούσαν τον – την νεκρό – ή, ειδοποιούσαν τις μοιρολογίστρες οι οποίες ήταν γυναίκες μεγάλες σε ηλικία που δουλειά τους ήταν να μοιρολογούν τους νεκρούς. Σιγά σιγά μαζευόταν και ο κόσμος. Οι συγγενείς μαζί με τις μοιρολογίστρες θυμιάτιζαν και μοιρολογούσαν τον – την νεκρό – ή. Αν πέθαινε η μάνα, οι κόρες της μοιρολογούσαν κι έλεγαν:

“Μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’,μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ’,εμνοστέσα μανίτσα μ’ όόόόόι.Μάναν νέαν εσύ έσνε,και μικρά είμεσε,μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,τον πατέρα μ’ κι ελογαρίασες,μανίτσα μ’ όόόόόι”.

Στο μεταξύ οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.

[highlight]Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβάσες και κόλλυβα. Έπειτα πήγαιναν όλοι στο σπίτι όπου τους πρόσφεραν καφέ και κονιάκ.[/highlight]

Ακολουθούσαν τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα εξάμηνα και ο χρόνος. Στα σαράντα, μετά το μνημόσυνο, έκαναν οι συγγενείς τραπέζι στους χωριανούς. Αν ήταν νηστεία, τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Αν δεν ήταν, έτρωγαν ψάρια ή κρέας. Στα υπόλοιπα μνημόσυνα υπήρχε μόνο κέρασμα.

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά (Ποντιακά)

xristougenna_pontos

Τις μέρες που πλησιάζουν, τα Χριστούγεννα, σκεφτόμαστε τα παλιά χρόνια και ρωτάμε τους γερούς για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν τότε.

Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν “γαβουρμά” και “τσιλγάνια”, όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.

Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν “καλαντίασμαν“.

Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.

Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε “καλαντοκάρ“. Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.

Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ’ ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.

Με τα χρόνια, οι συνήθειες άλλαξαν, όμως μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Εμείς πιστεύουμε ότι τότε υπήρχε περισσότερη αγάπη και αλληλοβοήθεια παρά σήμερα.

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Έθιμα που επιμένουν στη πάροδο των χρόνων

Ήθη και Έθιμα Ποντίων

Σε αρμονική συνέχεια του παρελθόντος, το σήμερα κρατάει ολοζώντανα αγαπημένα έθιμα που περνούν από γενιά σε γενιά.  Αν βρίσκεστε εκείνες τις ημέρες στο Νομό Κοζάνης, ακούστε την καρδιά του να χτυπάει!

  • Το παραδοσιακό καρναβάλι τη 2η ημέρα του νέου έτους στην Εράτυρα.
  • Οι “Φανοί” και η παρέλαση του καρνάβαλου, την αποκριά στην Κοζάνη και στα Σέρβια.
  • Το πέταγμα “αερόστατου” την Καθαρή Δευτέρα στον Πεντάλοφο.
  • Ο διαγωνισμός χαρταετού την Καθαρή Δευτέρα στην Υψηλή Γέφυρα Σερβίων, με την παραδοσιακή φασολάδα, τα τουρσιά, τις ελιές, τις λαγάνες και το ολοήμερο γλέντι.
  • Οι “Λαζαρίνες” την παραμονή και την ημέρα του Λαζάρου στην κεντρική πλατεία των χωριών του Τσαρτσιαμπά και ειδικά στην Αιανή.
  • Ο “Χορός της Ρόκας” την τρίτη ημέρα του Πάσχα στη Γαλατινή.
  • Η πρωτομαγιά σε εξοχικές τοποθεσίες όλων των χωριών.
  • Οι “Καβαλάρηδες της Σιάτιστας”, που αφού διανυκτερεύσουν την παραμονή του δεκαπενταύγουστου στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, έρχονται την ημέρα της Παναγίας στη Σιάτιστα με στολισμένα άλογα και χορεύουν όλη την ημέρα με γνωστούς και φίλους στις πλατείες.
  • Οι “Κλαδαριές” (μεγάλες φωτιές σε κάθε γειτονιά) την παραμονή των καλάντων, στις 23 Δεκεμβρίου και τα “Μπουμπουσιάρια” (γιορτή των μεταμφιεσμένων) την ημέρα των Θεοφανίων στη Σιάτιστα.
  •  Τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων σε όλα τα χωριά.
  • Οι “Μαμώεροι” ή “Μομώγεροι” είναι ένα έθιμο βγαλμένο μέσα από την ποντιακή παράδοση και διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, δηλαδή από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων έως τα Φώτα, στα Κομνηνά του Δήμου Βερμίου. Το έθιμο των “Μαμώερων” ή “Μομώγερων” προέρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας όταν μεταμφιεσμένοι αντάρτες κατέβαιναν στα χωριά με σκοπό τη συλλογή και διάχυση πληροφοριών. Η κορύφωση ήταν ο τελετουργικός χορός των Μομώγερων, η αλληγορία του οποίου ανύψωνε το ηθικό των συμπατριωτών τους αλλά και τους προετοίμαζε για τον ξεσηκωμό χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, που επίσης συμμετείχαν στα δρώμενα χωρίς να καταλαβαίνουν τι γινόταν.
  • Τα “Παρχάρια” (ποντιακό γλέντι με παραδοσιακά εδέσματα, κρασί και χορό), στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κομνηνών του Δήμου Βερμίου την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου και στον Δγιο Δημήτριο, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Ελλησπόντου του Αγίου Πνεύματος. Οι ρίζες του εθίμου “Παρχάρια” χάνονται μέσα στη μακρόχρονη ποντιακή παράδοση. Είναι ο εορτασμός που γίνεται για την υποδοχή των βοσκών από τα ορεινά βοσκοτόπια όπου έμεναν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η υποδοχή αυτή γίνεται από τις συζύγους
Διαβάστε Περισσότερα
Πόντος

Πόντιοι, λίγο ιστορία

Ήθη και Έθιμα Ποντίων

Πόντιοι ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου δηλαδή τα νότια παράλια της Μαύρης θάλασσας (Εύξεινος Πόντος), στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία όπως επίσης και από την ΕΣΣΔ . Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους οπότε η πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

Ιστορία,καταγωγή

Η ιστορία του Ελληνισμού στον Πόντο έχει ως επίσημη αφετηρία την ίδρυση της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από Ίωνες ναυτικούς περίπου το 800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ. Οι Έλληνες του Πόντου αναφέρονται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Από τον Πόντο καταγόταν ο αρχαίος Έλληνας αστρονόμος Ηρακλείδης ο Ποντικός καθώς και ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων.

Η επίσημη θεωρία για την καταγωγή των Ποντίων είναι πως πρόκειται για τους απογόνους εκείνων των αρχαίων Ελλήνων Ποντίων, που έζησαν κάποτε στην περιοχή.

Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες. Στο έργο του Αποσπάσματα από την Ανατολή (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους Ποντίους, που συναντά ταξιδεύοντας τον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως «Βυζαντινούς Έλληνες» και την γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας».  Τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά.

Ανταλλαγή πληθυσμών

Το 1923 σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και μέσα στη συμφωνία της συνθήκης περιλαμβανόντουσαν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας. Η πλειονότητα των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν τότε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.

Μία μικρή μειονότητα Ποντίων αλλαξοπίστησε όμως (Τουρκόφωνοι, Κρυπτοί Χριστιανοί) προς το Ισλάμ και παρέμεινε στη Τουρκία. Αυτοί γνωρίζονται από την ονοματική κατάληξη -oğlu.

Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τρία κράτη, την Ελλάδα με Νόμο του 1994 (N 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010 και την Αυστραλία. Από την άλλη πλευρά το Τουρκικό κράτος αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα,πως υπήρξε γενοκτονία και αυτό το θέμα αποτελεί εδώ και χρόνια μία σημαντική διαφωνία Ελλάδας-Τουρκίας.

Το παρών αποτελείται από κομμάτια της Wikipedia

Διαβάστε Περισσότερα
Γενοκτονία

Η Γενοκτονία Των Ελλήνων του Πόντου

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Γενοκτονία των ΠοντιώνΗ γενοκτονία των Ποντίων (1916-1923) με περισσότερους από 350.000 νεκρούς αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Η διεθνής Κοινότητα αναγνώρισε άμεσα ή έμμεσα τις άλλες δύο γενοκτονίες του αιώνα μας, των Εβραίων και Αρμενίων. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ποσοτικές και ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως είναι λησμονημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς. Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές και ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση – γενοκτονία του αιώνα μας. Η συστηματική εξόντωση των Ποντίων, όπως και των γειτόνων τους Αρμενίων, υπήρξε προσχεδιασμένο έγκλημα. Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919-23).

Το Νεοτουρκικό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» ιδρύθηκε το 1889 και εμφανίστηκε στην αρχή με προοδευτικό προσωπείο διακηρύσσοντας ότι είχε ως βάση του τις αρχές του Μιδάτ πασά, ο οποίος αναγνώριζε την ύπαρξη πολλών εθνοτήτων στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πρότεινε την συγκρότηση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδία εθνών με ίσα δικαιώματα. Με την επανάσταση του 1908 οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Εμβέρ πασά, τον Ταλαάτ κ.ά., επικρατούν στην αυτοκρατορία και σταδιακά αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Στόχος τους υπήρξε η μετατροπή της πολυεθνικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε εθνικό Τουρκικό κράτος με την εξόντωση και τον εκτουρκισμό των άλλων λαών. Στο συνέδριό τους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911, πάρθηκε η εξής απόφαση: «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα. Οι μωαμεθανικές αντιλήψεις και η μωαμεθανική ισχύς πρέπει να κυριαρχήσουν στη χώρα. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να καταπνίγεται. Η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτάται από τη δύναμη του νεοτουρκικού κόμματος και από τη συντριβή όλων των ανταγωνιστικών σ’ αυτό ιδεολογιών. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ολοκληρωθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και ασφαλώς, είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δε θα μπορέσει να γίνει με την πειθώ και κατά συνέπεια θα πρέπει να προσφύγουμε στην ένοπλη βία. Ο χαρακτήρας της αυτοκρατορίας πρέπει να μείνει μωαμεθανικός και θα πρέπει να δούμε ότι οι μωαμεθανικοί θεσμοί και οι μωαμεθανικές παραδόσεις θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν τις δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης είναι προδοσία στην Τουρκική Αυτοκρατορία. Οι εθνότητες είναι αμελητέες ποσότητες. Μπορούν να κρατήσουν τη θρησκεία τους, αλλά όχι τη γλώσσα τους. Η διάδοση της Τουρκικής γλώσσας είναι ένα από τα κυριότερα μέσα εξασφάλισης της μωαμεθανικής υπεροχής και της αφομοίωσης των μη μωαμεθανικών στοιχείων…».

Γενοκτονία των ΠοντίωνΣτον Πόντο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 με το σουλτανικό διάταγμα το Χάττι Χουμαγιούν βελτιώνεται η θέση των υπόδουλων Ελλήνων της περιοχής και αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Στις αρχές του 1900, το εμπόριο σ’ ολόκληρο τον Πόντο είχε περάσει στα χέρια των Ελλήνων και εν μέρει των Αρμενίων. Το ενδιαφέρον της γερμανικής πολιτικής για την Ανατολή και τα οικονομικά της σχέδια γι’ αυτή την περιοχή αποτελούν τον καταλύτη που μεταβάλλει το σκηνικό. Οι Γερμανοί ως μοναδικό εμπόδιο στα σχέδια τους για οικονομική διείσδυση στο οθωμανικό κράτος έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους, που στα χέρια τους βρισκόταν ο έλεγχος της οικονομικής ζωής της χώρας, γι’ αυτό και παρακινούσαν τους Τούρκους με κάθε μέσο να στραφούν εναντίον τους. Στις 26 Ιουλίου 1909 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Μiguel στέλνει αναφορά στο Βερολίνο σχετικά με τη συνάντηση του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σεφκέτ πασά. Για πρώτη φορά ένας Τούρκος πρωθυπουργός απειλούσε αυτοπροσώπως τον θρησκευτικό ηγέτη της μεγαλύτερης μειονότητας λέγοντας μεταξύ άλλων «Θα σας κόψουμε τα κεφάλια. θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς». Οι Τούρκοι χωρίς προσχήματα πια περνούν στην επίθεση. Από κάθε γωνιά του Πόντου και της Μ. Ασίας έρχονται καταγγελίες. Στις 30 Μαΐου 1911 ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης καταγγέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας τις βαρβαρότητες οργάνων της τουρκικής κυβέρνησης στην περιοχή του. Οι Νεότουρκοι κηρύττουν οικονομικό πόλεμο σε καθετί ελληνικό. Απαγορεύουν τα ελληνικά προϊόντα και δεν επιτρέπουν στα ελληνικά πλοία να αγκυροβολούν σε τουρκικά λιμάνια. Αυτό το εμπορικό μποϊκοτάζ πραγματοποιείται σ’ ολόκληρη την Τουρκία και φυσικά και στον Πόντο. Η μισαλλόδοξη και αντιχριστιανική πολιτική των Νεότουρκων οδηγεί στους βαλκανικούς πολέμους, με ενωμένες τις χριστιανικές χώρες της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι διωγμοί αυξήθηκαν. Στην Τραπεζούντα, οι Τουρκικές εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες ν’ αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές. Οι σποραδικές δολοφονίες αρχίζουν να αυξάνονται. Χωρικοί που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι. Οργανωμένες τουρκικές συμμορίες, κατά τη διάρκεια της νύχτας, λεηλατούσαν πόλεις και χωριά. Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαίνονταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Πολύ γρήγορα, όμως, έγιναν πιο συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης γενοκτονίας ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με δικές του εντολές, που καλούσαν τις αρχές να μη δείχνουν κανένα έλεος και για τους χριστιανούς, εξαπολύθηκαν οι διωγμοί κατά των «ανεπιθύμητων» εθνοτήτων σε μια τεράστια έκταση. Οι εντολές αυτές δόθηκαν με τη μορφή απορρήτων τηλεγραφημάτων προς όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές των διαφόρων νομών, έπειτα από μια σύσκεψη που είχε ο Ταλαάτ στις 8 Μαΐου του 1914 με τους συνεργάτες του, Εμβέρ, Τζεμάλ, Νουρεντίν και άλλους ηγέτες των Νεότουρκων.

Γενοκτονία των ΠοντίωνΈνα απ’ αυτά τα τηλεγραφήματα κατόρθωσε να το αποκτήσει έπειτα από δυο χρόνια η γαλλική εφημερίδα «Le Temps» και το δημοσίευσε στις 29 Ιουλίου 1916. Έλεγε τα εξής: «Γιλντίζ 14-5-1914. Προς τον διοικητή της Σμύρνης Ραχμή μπέη. Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι της περιφέρειας σας αποτελούν πλειονότητα, η οποία δυνατόν να αποβεί επικίνδυνη. Γενικότερα, όλοι όσοι ζουν στα παράλια της Μικρασίας συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Νομαρχίας σας πρέπει να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν στους νομούς Ερζερούμ, Ερζιγκιάν και αλλού. Τούτο επιβάλλουν πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι. Αν αρνηθούν να εκκενώσουν τις περιοχές τους, δώστε οδηγίες στους Μουσουλμάνους αδελφούς μας να τους εξαναγκάσουν μεταχειριζόμενοι προς τούτο κάθε μέσον και κάθε είδους έκτροπα. Οι Έλληνες πρέπει ακόμα να υποχρεωθούν να υπογράψουν βεβαίωση, στην οποία να δηλώνουν ότι φεύγουν και εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους θέληση και πρωτοβουλία. Η βεβαίωση αυτή είναι αναγκαία για να μη δημιουργηθούν αργότερα πολιτικά ζητήματα. Υπογραφές: Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, Διευθυντής υπουργείου Εσωτερικών Χιλμή». Σε εφαρμογή αυτής της πολιτικής, όχλοι ατάκτων καθοδηγούμενοι από τις αρχές και αφιονιζόμενοι από μια συστηματική προπαγάνδα μίσους, ανάγκασαν χιλιάδες Έλληνες των παραλίων της Μικρασίας να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους και να μετοικήσουν με πολυήμερες εξοντωτικές πορείες. Αλλά οι Τούρκοι δεν περιορίζονταν στους ομαδικούς εκτοπισμούς και τις απελάσεις. Στις ελληνικές περιοχές έφερναν τον όλεθρο και τη συμφορά έκαιγαν και κατάστρεψαν χωριά και κωμοπόλεις, έσφαζαν τους κατοίκους τους, λεηλατούσαν τις περιουσίες τους, βίαζαν τις γυναίκες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε σε ένδειξη πένθους να κλείσει στις 15 Μαΐου 1914 όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία και να καταγγείλει στις Μεγάλες Δυνάμεις τους νέους διωγμούς. Δεν κατάφερε, όμως τίποτε γιατί κηρύχθηκε στο μεταξύ ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, στον οποίο η Τουρκία έλαβε μέρος ως σύμμαχος της Γερμανίας, έχοντας πια την ευχέρεια να εφαρμόσει πλήρως το παλαιότερο σχέδιο της εξόντωσης των χριστιανών. Οι Νεότουρκοι είχαν πεισθεί πως μόνο με τη φυσική εξόντωση των γηγενών λαών, των Ελλήνων και των Αρμενίων, θα κάνανε πατρίδα τους τη Μικρασία. Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά επιστρατεύτηκαν οι χριστιανοί στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μάλιστα, πολλοί Πόντιοι, μη θέλοντας να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν όπου έβρισκαν: στα υπόγεια των σπιτιών, στα δώματα, στις σπηλιές, στα δάση. Εξάλλου πολλοί από εκείνους που στρατεύτηκαν, λιποτακτούσαν και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού στα χωριά τους, περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Στη γενική επιστράτευση του 1914 κλήθηκαν ηλικίες από 20 μέχρι 50 ετών. Όσοι δεν παρουσιάζονταν μέσα σε 11 ημέρες θεωρούνταν λιποτάκτες και καταδικάζονταν σε θάνατο.

Τους χριστιανούς στρατιώτες τους έστειλαν στα τάγματα εργασίας τα γνωστά αμελέ ταπουρού, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, βροχές, χιόνια κλπ. Τόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακομεταχείρισή τους ώστε ελάχιστοι απ’ αυτούς επέζησαν. Τα αμελέ ταπουρού ήταν στην πραγματικότητα τάγματα εξόντωσης των στρατευμένων χριστιανών. Ο πρόξενος της Ελλάδας στο Ικόνιο, σε έκθεσή του με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1917, γράψει: «Ο νόμος για την ίδρυση εργατικών ταγμάτων αποκλειστικά από χριστιανούς καταστρέψει και εξοντώνει βαθμιαία αλλ’ ασφαλώς τους Έλληνες της Τουρκίας. Οι δυστυχείς αυτοί στρατολογούμενοι και κατατασσόμενοι στα εργατικά τάγματα στέλλονται προς διάφορες κατευθύνσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας από τα παράλια της Μικρασίας και του Ευξείνου Πόντου στα πέρατα της Βαγδάτης, του Καυκάσου, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, άλλοι μεν για την κατασκευή στρατιωτικών δρόμων, άλλοι για τη διάνοιξη σηράγγων για το σιδηρόδρομο Βαγδάτης, άλλοι για την καλλιέργεια αγρών κλπ. Χωρίς κανένα μισθό, κακώς τρεφόμενοι και ενδυόμενοι, εκτιθέμενοι στις καιρικές συνθήκες, στον καυτό ήλιο της Βαγδάτης και στο αφόρητο ψύχος του Καυκάσου, προσβαλλόμενοι από ασθένειες, πυρετούς, εξανθηματικό τύφο, χολέρα, πεθαίνουν κατά χιλιάδες…».

Ποντιακό αντάρτικοΠολλοί, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τις θανάσιμες κακουχίες, την εξοντωτική δουλειά και την κακή διατροφή, δραπέτευαν και γύριζαν στις εστίες τους. Οι στρατιωτικές αρχές πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποταχτών για να τους συλλάβουν. Έτσι, πριν φτάσουν οι Έλληνες στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τους γονείς των λιποταχτών να παραδώσουν τα παιδιά τους. Με την ευκαιρία, έκαναν έρευνες, άρπαζαν πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν σπίτια. Σε έκθεση από την Κερασούντα, με ημερομηνία 21 Απριλίου 1917, είναι γραμμένα τα εξής: «Με αφορμή την ανυποταξία 300 φυγόστρατων εκκενώθηκαν και πυρπολήθηκαν 88 ελληνικά χωριά από το Δεκέμβριο του 1916 ως το Φεβρουάριο του 1917. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ανερχόμενοι σε 30.000 περίπου, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους γέροι, γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν βίαια στο νομό Αγκύρας, μέσα σε δριμύτατο χειμώνα, χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν ούτε τα ενδύματά τους. Το ένα τέταρτο απ’ αυτούς πέθανε κατά τη διαδρομή από τις κακουχίες, την πείνα και το ψύχος». Σύμφωνα με άλλη έκθεση της Ελληνικής πρεσβείας, τον Ιούνιο του 1915: «Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλητοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πέθαιναν κατά την πορεία από τα βασανιστήρια. Μισοπεθαμένοι εγκαταλείπονταν στο δρόμο. Και γυναίκες που γεννούσαν κατά τη διαδρομή εγκατέλειπαν τα βρέφη τους βαδίζοντας όπως μπορούσαν, γιατί όσοι βραδυπορούσαν δέρνονταν από τους συνοδούς χωροφύλακες. Το τέρμα του ταξιδιού των δυστυχισμένων αυτών δεν σήμαινε και το τέρμα των δεινών τους, γιατί οι βάρβαροι κάτοικοι των τουρκικών χωριών τους παρελάμβαναν για να τους καταφέρουν το τελειωτικό πλήγμα…».

Η Γερμανία, στην προσπάθειά της να πετύχει τους στόχους της στο νευραλγικό τομέα της Μικρασίας και της Μέσης Ανατολής δε δίστασε να θυσιάσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής στο βωμό του παντουρκισμού. Σε κάποιο βαθμό ήταν συνυπεύθυνη για τις γενοκτονίες των Ελλήνων και των Αρμενίων. Εξάλλου, αυτός που εισηγήθηκε στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων από τα παράλια, δήθεν για στρατιωτικούς λόγους, χαρακτηρίζοντάς τους πράκτορες της Αντάντ, ήταν ο Γερμανός αρχιστράτηγος LimanvonSanders, που πήρε συν τοις άλλοις τον τίτλο του πασά. Επίσης, με τη συγκατάθεση της Γερμανίας οι Τούρκοι έστειλαν τους χριστιανούς που στρατολόγησαν στα τάγματα εργασίας.

Στον Πόντο, οι διωγμοί πήραν τραγικές προεκτάσεις. Πολλοί Γερμανοί βλέποντας τα εγκλήματα άρχισαν να διαφωνούν με την πολιτική της χώρας τους. Ο Γερμανός ιερωμένος J. Leprius έχει γράψει σχετικά: «Ο ανθελληνικός και αντιαρμενικός διωγμός είναι δύο φάσεις ενός και του αυτού προγράμματος, της εξοντώσεως του χριστιανικού στοιχείου στην Τουρκία». Στις 16 Ιουλίου 1916, ο Γερμανός πρόξενος στην Αμισό Kuckhoff έγραφε στο Βερολίνο: «Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα». Ο Αυστριακός υποπρόξενος Αμισού Kwiatkowski στις 30 Νοεμβρίου 1916 ενημέρωσε τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, τον S. BaronBurian, για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Αμισού, Ραφέτ μπέη:

«… Στις 26 Νοεμβρίου, μου είπε ο Ραφέτ μπέη: Τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμένιους… Στις 28-11-1916, μου είπε ο Ραφέτ μπέη πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν στο δρόμο κάθε Έλληνα, που συναντούν».

Γενοκτονία των ΠοντίωνΣκοπός των Τούρκων ήταν, με τους εκτοπισμούς, τις πυρπολήσεις χωριών, τις λεηλασίες, να επιτύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών και να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που Θα απέμεναν. Έκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (14-1-1915) ανέφερε: «Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφόσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Αι στρατιωτικαί ανάγκαι παρέχουσιν καταλληλοτάτην πρόφασιν ίνα διασκορπισθώσιν οι χριστιανοί και ούτω καταστεί δυνατός ο εκτουρκισμός αυτών». Στις 19-12-1916 ο Αυστριακός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Pallavicini, σε έκθεση που έστειλε στη Βιέννη, περιέγραψε τα τουρκικά εγκλήματα στη μαρτυρική Αμισό: «11 Δεκεμβρίου 1916. λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά και κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 ελληνικά χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου, 15 εν μέρει, 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες». Οι εκθέσεις της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης, που στάλθηκαν στην Αθήνα τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1917 είναι πολύ αποκαλυπτικές: «… Είκοσιν οχτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από της Ι5ης Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον.Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Άγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώνες, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπου εις τόπον, διανυκτερεύουσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδία απωλέσαντα τους γονείς των διασκορπίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνεται… Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος ο άρρην πληθυσμός… Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Αγκύρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμή φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθη ολόκληρος εις το εσωτερικόν’… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις την Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικωδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσι να εκλείψωσι ως οι Αρμένιοι».

Ο μητροπολίτης Χαλδίας Λαυρέντιος στέλνει (στις 7-2-1917) καταγγελία στον Έλληνα επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη: «Μετά κατάληψιν Τραπεζούντος υπό Ρώσων μυριάδες Τούρκων μεταναστών ενέσκηψαν εις επαρχίαν Κερασούντος, ελεηλάτησαν τα ελληνικά χωρία και ανεχώρησαν καταλείποντες χολέραν και τύφον. Κατά διαταγήν βαλή της Τραπεζούντος ήρχισε νέα καταδίωξις των Ελλήνων συλληφθέντων και εξορισθέντων των πλουσιοτέρων εξ αυτών. Όταν υπό του γενικού επιτελείου απεφασίσθη η απομάκρυνσις των Ελλήνων από την παραλίαν του Ευξείνου Πόντου αύτη εξετελέσθη υπό του Βαλή Τραπεζούντος και των οργάνων του κατά τον μάλλον απαίσιον τρόπον. Παρά τας διαβεβαιώσεις του αρχηγού τον τρίτον στρατιωτικού σώματος, η εκκένωσις των χωρίων εξετελέσθη εντός 24 ωρών, μη επιτρέποντος εις τους εκτοπιζόμενους να παραλάβωσι μεθ’ εαυτών ούτε τροφάς, ούτε ενδύματα, ούτε οικοσκευάς. Διενυκτέρευσαν δε εν υπαίθρω υπό ραγδαίαν βροχήν και ισχυράν συνοδείαν χωροφυλάκων. Εις ουδέν χωρίον επετράπη αυτοίς να επικοινωνήσωσι μετά της Μητροπόλεως, μετά δε την αναχώρησίν των Τούρκοι υπάλληλοι και ιδιώται διήρπασαν τας περιουσίας των. Τα εκκενωθέντα χωρία ανέρχονται εις 38, ο δε πληθυσμός εις 23.000».

Η ήττα της Τουρκίας από τις δυνάμεις της Αντάντ και το τέλος του Α’ παγκόσμιου πολέμου έφερε μια προσωρινή ανάπαυλα στο απάνθρωπο σχέδιο των Νεότουρκων. Η νέα τουρκική κυβέρνηση υποχρεώνεται από τις νικήτριες δυνάμεις να δώσει άδειες επιστροφής στους λίγους εξόριστους που είχαν απομείνει. Υπήρξαν κάποιοι ελάχιστοι, έστω, Τούρκοι, που αποδοκίμασαν τα εγκλήματα της γενοκτονίας κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο έκτακτο στρατοδικείο, που συγκλήθηκε με σουλτανική διαταγή στις 8 Μαρτίου, για να δικάσει τους ηγέτες της κυβέρνησης των Νεότουρκων για τα εγκλήματα κατά του χριστιανικού πληθυσμού, ο Μουσταφά Κεμάλ μεταξύ άλλων κατάθεσε τα εξής: «Οι πασάδες που διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου και έφεραν τη χώρα σ’ αυτή την κατάντια, τώρα υποδαυλίζουν ταραχές για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους και μόνο συμφέροντα. Εγκαθίδρυσαν ένα τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν βρέφη, που ακόμη θήλαζαν, με πετρέλαιο, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, κατάσχεσαν παράνομα την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, εξόρισαν γυναικόπαιδα σε άθλια κατάσταση μέχρι τη Μοσούλη, προβαίνοντας σε κάθε είδους ωμότητες. Επεβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ανακοίνωναν με τελάληδες ότι οι πιστοί στην οθωμανική κυβέρνηση χριστιανοί οφείλουν να παραιτηθούν από τη θρησκεία τους και να αποδεχθούν το Ισλάμ. Επέβαλαν σε γέροντες να βαδίζουν μήνες ολόκληρους νηστικοί και τους εξανάγκαζαν σε διαρκή καταναγκαστική εργασία. Οδήγησαν γυναίκες σε οίκους ανοχής, που λειτουργούσαν κάτω από ανυπόφορες συνθήκες. Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία οποιουδήποτε λαού». Όμως, το 1919 αρχίζει νέος άγριος διωγμός κατά των Ελλήνων από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο άγριος κι απάνθρωπος από τους προηγούμενους. Εκείνος ο διωγμός υπήρξε η χαριστική βολή για τον ποντιακό ελληνισμό. Στις 20 Μαΐου 1919, ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος, σε έκθεσή του προς τον συνταγματάρχη Κατεχάκη αποκαλύπτει στατιστικά στοιχεία της τραγωδίας των Ποντίων «… Η επαρχία Αμασείας είχε προ του πολέμου 136.768 ελληνικό πληθυσμό. Εκ του ολικού αριθμού, 73.375 του πληθυσμού μετετοπίστησαν ή εξορίσθησαν, εκ των οποίων το 70% απέθανον εν τη εξορία, μόλις δε οι 30% επανήλθον… Εκ των 25.000 εξορισθέντων της επαρχίας Νεοκαισαρείας, εκ μεν των χωρικών εσώθησαν μόλις 6% και ούτοι συντετριμμένοι ως ναυαγοί της σατανικής τουρκικής θηριωδίας, εκ δε των κατοίκων των πόλεων 35% ρακένδυτοι και κατεσυληκότες, ζωντανά μαρτύρια της τουρκικής βαρβαρότητος… Η επαρχία Κολωνίας εξ ολοκλήρου κατεστράφη, όλα τα χωριά αυτής ηρημώθησαν, ελάχιστοι ομογενείς σώζονται εν Νικοπόλει… Η επαρχία Χαλδείας-Κερασούντος… είχε… ολικόν πληθυσμόν 167.450. Εκ τούτων 45.000 περίπου εξηνηγκάσθησαν κατά τον χρόνον της ανακατοχής να καταφύγωσιν εις Ρωσίαν, άνω δε των 90.000 μετετοπίσθησαν και εξορίσθησαν εις τα βάθη της Μ. Ασίας… Εκ των εξορισθέντων 80% απέθανον εκ πείνης, εκ των διωγμών, των δεινοπαθημάτων και των δαρμών… Εκ των 72 ελληνικών χωρίων του τμήματος Κερασούντος ουδέν σώζεται…». Παρόμοιες στατιστικές υπάρχουν και για άλλες περιοχές του Πόντου.

Στις 19 Μαΐου 1919, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής γενοκτονίας. Ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβερνήσεως, με την ιδιότητα του επιθεωρητή της «Παραινετικής Επιτροπής». Ο Κεμάλ ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου όπου, κατά την αναφορά του Άγγλου φρούραρχου στη Σαμψούντα, τα ελληνικά χωριά δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τις τουρκικές συμμορίες. Άρχισε, όμως, από τη Σαμψούντα ένα εγκληματικό έργο, αντίθετο με την αποστολή του. Με τη βοήθεια μελών του νεοτουρκικού κομιτάτου συγκροτεί μυστική οργάνωση, τη Mutafai Milliye, κηρύσσει το μίσος εναντίον των Ελλήνων και σχεδιάζει την ολοκλήρωση της εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι, το 1916. Αυτό που δεν πέτυχε το σουλτανικό καθεστώς στους πέντε αιώνες της τυραννικής διοίκησής του, να εξοντώσει δηλαδή τον ελληνισμό του Πόντου και της Ιωνίας, το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια με τους τσέτες του ο Κεμάλ. Μέλος της κεμαλικής οργάνωσης Mutafai Milliye ήταν ο Τοπάλ Οσμάν, γνωστός στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος δήμιος των Ελλήνων του Πόντου. Ο Μουσταφά Κεμάλ, αναδεικνύοντας τον Τοπάλ Οσμάν γενικό αντιπρόσωπό του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Πόντιους, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός των απερίγραπτων εγκλημάτων του συνεργάτη του. Επιπλέον, ήταν ο μεγάλος «κλεπταποδόχος», έχοντας την επικαρπία των λεηλασιών του αιμοβόρου φίλου του, γιατί ο Οσμάν αγάς του έστελνε κάθε τόσο στην Άγκυρα ολόκληρα φορτία νομίσματα και χρυσαφικά που άρπαζε από τους πλούσιους Πόντιους των πόλεων και των χωριών. Εκθέσεις, τηλεγραφήματα και επιστολές των ποντιακών οργανώσεων ζητούσαν επέμβαση της Ελλάδας και των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη σωτηρία του εναπομείναντος ποντιακού ελληνισμού. Η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί, οι δολοφονίες ανάγκασαν τους Έλληνες του Πόντου να ανεβούν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του αμάχου πληθυσμού.

Ποντιακό αντάρτικοΤο ποντιακό αντάρτικο, που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης, έδρασε κυρίως στο Δυτικό Πόντο, ενώ στον Ανατολικό είναι γνωστό το περήφανο αντάρτικο της Σάντας. Τα θύματα της γενοκτονίας θα ήταν πολύ περισσότερα, αν δεν υπήρχε το επικό και ακατάβλητο ποντιακό αντάρτικο. Στις περιοχές όμως που οι αντάρτες δεν μπορούσαν να δράσουν, ο Τούρκοι ανενόχλητοι συνέχιζαν το καταστροφικό τους έργο. Στις 31 Αυγούστου 1920, σε έκθεση του Πατριαρχείου αναφέρονται τα εξής: «… Ο δήμαρχος της πόλης Οσμάν αγάς… διέταξε αμέσως τους Τούρκους της Κερασούντας να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Κατόπιν έκλεισε όλους τους χριστιανούς άνδρες στο ελληνικό σχολείο, το ξενοδοχείο BelleVue και σ’ ένα μεγάλο κτίριο με τη δολοφονική πρόθεση να τους σκοτώσει. Οι γυναίκες βιάστηκαν και όλα τα χριστιανικά σπίτια λεηλατήθηκαν από ορδές του τυράννου. Κάθε βράδυ έβγαζαν πέντε-έξι χριστιανούς από το σχολείο και τους σκότωναν». Με την επικράτηση του Κεμάλ, οι διωγμοί συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση. Στήνονται στις πόλεις του Πόντου τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Οι διαμαρτυρίες των ποντιακών οργανώσεων του εξωτερικού μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Το τέλος του Πόντου πλησιάζει.

Στις 25 Μαΐου 1922, αντιπροσωπεία της ελληνικής ναυτικής βάσης, που είχε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη σύνταξε έκθεση που στάλθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών: «Η κατάστασις των χριστιανών των άνω περιοχών είναι οικτροτάτη. Εις την ύπαιθρον χώραν κάτοικοι παντάπασιν δεν υπάρχουσιν. Πάντα τα χριστιανικά χωρία έχουσι πυρποληθή, εκ δε των κατοίκων άλλοι μεν απελαθέντες εσφάγησαν καθ’ οδόν, άλλοι δε συλληφθέντες εφονεύθησαν επιτοπίως ή εκάησαν ζώντες». Άπειρες είναι οι εκθέσεις στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών για το μαρτύριο του ποντιακού λαού. Περισσότεροι από 350.000 Πόντιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς. Τα βουνά και οι χαράδρες του Πόντου γέμισαν από τα πτώματα των αθώων θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Τον επίλογο της τραγικής ποντιακής γενοκτονίας αποτελεί ο βίαιος ξεριζωμός των επιζώντων. Με τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών (Συνθήκη της Λοζάνης 1923) έρχονται στην Ελλάδα και τα τελευταία ζωντανά υπολείμματα. Οι πρόσφυγες μεταφέρονταν με τουρκικά πλοία και με την επίβλεψη των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη περιθάλπονταν από τον εκεί Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στους στρατώνες Σελιμιέ και από εκεί, επιβιβάζονταν σε ελληνικά πλοία με προορισμό την Ελλάδα. Οι συνθήκες μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη ήταν άθλιες και συχνά εκβιαστικές, η δε κατάσταση στους τούρκικους στρατώνες ήταν τραγική, καθώς οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες στοιβάζονταν κατά χιλιάδες χωρίς νερό και με τις αρρώστιες, κυρίως τον τύφο, να τους θερίζουν κυριολεκτικά. Κανείς Πόντιος δεν απομένει στην ιστορική του πατρίδα εκτός από αυτούς που βίαια εκτουρκίστηκαν και εξισλαμίστηκαν. Οι Έλληνες πρόσφυγες που ήλθαν από τον Πόντο στην Ελλάδα, ανέρχονται, κατά τους υπολογισμούς της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, σε 325.000 έως 400.000 άτομα.. Πολιτικά συμφέροντα και σκοπιμότητες έριξαν στη λήθη μετά τον ξεριζωμό την υπόθεση της μεγάλης γενοκτονίας των Ποντίων. Οποιαδήποτε αναφορά στο ποντιακό ζήτημα συνειδητά αποφεύχθηκε από το εξαρτημένο ελλαδικό κράτος που δεν ήθελε να διαταράξει το Νατοϊκό δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που στην Τουρκία αποτελεί εθνική γιορτή της τουρκικής νεολαίας. Η 19η Μαΐου αποτελεί την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα και ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ποντιακής γενοκτονίας. Όμως η διεκδίκηση του αιτήματος της διεθνούς αναγνώρισης της ποντιακής γενοκτονίας από το τουρκικό κράτος και τη διεθνή κοινότητα πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, ώστε να υπάρξει τουλάχιστον η ηθική δικαίωση των Ποντίων, με την διεθνή αποκάλυψη των τραγικών και εγκληματικών γεγονότων που συνέβησαν σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού.

Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το βιβλίο «Ο Πόντος». Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ

Διαβάστε Περισσότερα
Ιστορία

H Iστορία του Πόντου από την αρχαιότητα έως την εμφάνιση των Σελτζούκων Tούρκων.

H Iστορία του Πόντου από την αρχαιότητα έως την εμφάνιση των Σελτζούκων Tούρκων.
ΚΩΣΤΑΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
KOΣMHTOPAΣ ΠAIΔAΓΩΓIKHΣ ΣXOΛHΣ ΦΛΩPINAΣ
ΠPOEΔPOΣ ΤΜΗΜΑTOΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΏΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
Το όνομα Πόντος, ως γεωγραφική ενότητα, στην αρχαιότητα περιλάμβανε τις παράλιες περιοχές του Eυξείνου Πόντου.
 
Πόντος, κατά τον Hρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστοριογράφους ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Eυξείνου Πόντου, η οποία από χωροταξική άποψη περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στο Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο βρίσκεται η σημερινή πόλη Bατούμ της Γεωργίας, και την Hράκλεια την Ποντική . Πολλοί γεωγράφοι και ιστορικοί οριοθετούν τα δυτικά του σύνορα από τις εκβολές του ποταμού Άλυ, κοντά στην πόλη Σινώπη, την πρώτη ελληνική αποικία στον Eύξεινο Πόντο. Στο εσωτερικό η περιοχή εκτείνεται σε βάθος 200 έως 300 χιλιομέτρων, οριοθετημένη από την ίδια τη φύση που τη διαχώρισε από την υπόλοιπη Mικρά Aσία με τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυδίση, του Παρυάδρη και του Aντιταύρου. Tο ορεινό και άγονο σε γενικές γραμμές έδαφος του Πόντου ευτύχησε να διαρρέεται από τους ποταμούς Άλυ, Ίρη, Mελάνθιο, Θερμώδοντα, Xαρσιώτη, Πρύτανη, Πυξίτη, Kαλοπόταμο και πολλούς παραποτάμους, που αποτελούν ευλογία και πηγή ζωής του τόπου.
 
H παρουσία των Eλλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα. Oι Έλληνες θαλασσοπόροι, αφού κατέκτησαν από την εποχή του χαλκού τις ακτές του Aιγαίου Πελάγους, με τα βελτιωμένα ποντοπόρα πλοία τους, αποτόλμησαν να γνωρίσουν και την αφιλόξενη θάλασσα του Eυξείνου Πόντου με τις μακρινές και απροσπέλαστες παραλίες και οροσειρές. Γύρω στα 1.000 π.X. τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. H οργανωμένη αποστολή του Iάσονα και των Aργοναυτών στην Kολχίδα, οι περιπλανήσεις του Oρέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Oδυσσέα στη χώρα των Kιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από τον Δία και η εξορία του στον Kαύκασο, το ταξίδι του Hρακλή στον Πόντο, καθώς και άλλοι γοητευτικοί ελληνικοί μύθοι, που αναφέρονται ειδικά σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των πανάρχαιων αυτών εμπορικών δρομολογίων. 
 
Δύο αιώνες αργότερα οι προσωρινοί αυτοί εμπορικοί σταθμοί μετατρέπονται σε μόνιμα οικιστικά κέντρα. Πρώτη η Mίλητος εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική στον Eύξεινο Πόντο ιδρύοντας τη Σινώπη, σε εξαιρετικά πλεονεκτική θέση εξαιτίας του καλού λιμανιού της και της ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές. H Σινώπη με τη σειρά της ίδρυσε το 756 π.X. την Tραπεζούντα, την Kρώμνα, το Πτέριον, την Kύτωρο κ.ά. H Tραπεζούντα οικειοθελώς ως την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής στη μητρόπολή της Σινώπη. Ως γνωστό κάθε φορά που οι ελληνικές πόλεις της Eλλάδας, αλλά και της Iωνίας, αντιμετώπιζαν προβλήματα υπερπληθυσμού, έστελναν το πλεόνασμα της δημογραφικής ανάπτυξής τους σ’ αυτή τη μακρινή, ωστόσο παραγωγική, χώρα, την οποία ο Πόντιος γεωγράφος Στράβωνας περιγράφει ως εξής: “H πεδιάδα είναι γεμάτη δροσιά και καταπράσινη. Mπορεί και τρέφει αγέλες βοδιών και αλόγων. Έχει καλλιέργειες από κεχρί και ζαχαρόχορτο σε ατελείωτες ποσότητες. Τα πλούσια νερά της περιοχής δεν αφήνουν ξηρασία πουθενά. Ούτε μία φορά δεν έχει αναφερθεί πως έπεσε πείνα σε αυτά τα μέρη. Τόσοι είναι οι καρποί που βγάζει η λοφώδης χώρα, αυτοφυείς και άγριοι, σταφύλια, αχλάδια, μήλα και καρύδια, ώστε κάθε εποχή του χρόνου όσοι βγαίνουν στο δάσος βρίσκουν φρούτα σε αφθονία. Οι καρποί είναι άλλοτε κρεμασμένοι στα δέντρα κι άλλοτε μέσα στο φύλλωμα που έχει πέσει στο χώμα, από κάτω, πεσμένοι σε μεγάλες ποσότητες. H πολλή τροφή επίσης, δημιουργεί τις συνθήκες για πολύ καλό κυνήγι”. Μέσα σ’ έναν αιώνα οι αφιλόξενες παραλίες του Ευξείνου Πόντου γέμισαν μ’ ελληνικές αποικίες. Οι συμπληγάδες πέτρες σταμάτησαν να κλείνουν το Βόσπορο και η θαλάσσια περιοχή έγινε θάλασσα φιλόξενη, “εύξεινος”, ελεύθερη και ελληνική. 
 
Mονάχα η Mίλητος απαριθμούσε κατά τον 6ο π.X. αιώνα 75 αποικίες στις παραλίες αυτής της κλειστής θάλασσας. H Σινώπη, η Αμισός, η Τραπεζούντα, η Πιτυούντα, η Φαναγορία, το Παντικάπαιον, η Θεοδοσία, η Xερσόνησος, η Oλβία, η Iστρία κ.ά. έγιναν πολυάνθρωπα και ισχυρά κέντρα με μεγάλη εμποροναυτική δύναμη και πολιτιστική ανάπτυξη. Οι ανασκαφές και οι πλούσιες σε ιστορικά στοιχεία πηγές της κλασικής και μετακλασικής εποχής δίνουν ενδιαφέρουσες μαρτυρίες για την οικιστική οργάνωση, τις οικονομικές δραστηριότητες, τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τις μητροπόλεις τους καθώς και με άλλες ελληνικές πόλεις αλλά και με τους γηγενείς λαούς. Από τον 5ο π. X. αιώνα η περιοχή της Κριμαίας ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Αθήνας. Το αθηναϊκό κράτος, για να προστατεύσει τα εμπορικά του συμφέροντα σ’ αυτή την ευαίσθητη περιοχή, έχτισε κατά μήκος των ακτών της στρατιωτικές αποικίες, εγκατέστησε με 30 πολεμικά πλοία 600 Αθηναίους κληρούχους στη Σινώπη, την Αμισό και σε άλλες πόλεις, τις οποίες μάλιστα, το 435 π.X., επιθεώρησε ο ίδιος ο Περικλής. Με την υλοποίηση των σχεδίων του ο Περικλής εξασφάλισε τη θαλάσσια συγκοινωνία με τον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα μεταφοράς ανεμπόδιστα των εισαγομένων και εξαγομένων προϊόντων.  
 
Τους πρώτους αιώνες οι αποικίες διατήρησαν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής τους προέλευσης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί τηρούσαν με σεβασμό τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, την πολεοδομική ταυτότητα και τους πολιτειακούς θεσμούς που είχαν φέρει από τη μητρόπολη. Οι πόλεις μεταξύ τους είχαν αγαθές σχέσεις. H μια βοηθούσε την άλλη και πολλαπλασιάζονταν με νεότερες αποικίες, που ίδρυαν όχι μονάχα στα παράλια μέρη αλλά και στην ενδοχώρα κοντά σε υδροφόρες περιοχές και συνήθως στην αρχή ή την κατάληξη ενός δρόμου. Λεπτομέρειες για τη ζωή των Ελλήνων της σημαντικότερης πόλης του Πόντου, της Tραπεζούντας, μας δίνει ο ιστορικός Ξενοφών, στο έργο του Kύρου Aνάβασις το 401 π.X., όπου αναφέρει ότι οι Mύριοι που έμειναν στην περιοχή της Tραπεζούντας τριάντα μέρες γνώρισαν την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Eλλήνων του Πόντου? γιόρτασαν ελληνοπρεπώς, χόρεψαν τον ένοπλο πυρρίχιο χορό, διοργάνωσαν αθλητικούς αγώνες προς τιμή του ελληνικού δωδεκάθεου χαρακτηρίζοντας την Tραπεζούντα “Πόλιν Eλληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα” .  

“Oι Tραπεζούντιοι πάλι πρόσφεραν τρόφιμα για αγορά στο ελληνικό στράτευμα, το οποίο υποδέχτηκαν στην πόλη χαρίζοντάς του δώρα φιλοξενίας: βόδια, αλεύρι και κρασί. Tαυτόχρονα έκαναν διαπραγματεύσεις και για χάρη των γειτόνων τους Kόλχων, προπάντων αυτών που κατοικούσαν στην πεδιάδα. Oι τελευταίοι έφεραν ως δώρα φιλοξενίας βόδια. Έπειτα από αυτό (οι Mύριοι) ετοίμασαν τη θυσία που είχαν υποσχεθεί (να προσφέρουν, αν έφταναν σώοι σε φιλική χώρα). Kαι τους αποστάλθηκαν αρκετά ακόμα βόδια για να τελέσουν τη θυσία που είχαν τάξει και στο σωτήρα Δία και στον Hρακλή και στους άλλους θεούς. Oργάνωσαν επίσης αγώνες γυμνικούς στο βουνό που κατασκήνωσαν… Kαι αγωνίστηκαν στον απλό δρόμο, πιο πολύ τα παιδιά που ήταν αιχμάλωτα, ενώ στο μακρινό δρόμο αγωνίστηκαν πάνω από εξήντα Kρήτες. Άλλοι (αγωνίστηκαν εξάλλου) στην πάλη, στην πυγμαχία και στο παγκράτιο. Έτσι, το θέαμα ήταν όμορφο, γιατί πάρα πολλοί κατέβηκαν στο στάδιο να αγωνιστούν. Kαι επειδή οι στρατιώτες τους παρακολουθούσαν, αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα ανάμεσά τους. Έγιναν ακόμα και ιπποδρομίες και έπρεπε οι ιππείς να οδηγούν τα άλογά τους κάτω, στον κατήφορο, ως κοντά στη θάλασσα, και έπειτα να κάνουν μεταβολή και να τα φέρνουν πίσω, στο βωμό. (Tο αποτέλεσμα ήταν): τα περισσότερα άλογα να κατρακυλάνε στον κατήφορο, ενώ πάνω, στην πολύ ανηφορική θέση, μόλις και μετά βίας προχωρούσαν, βήμα προς βήμα. (Eξαιτίας αυτού) τότε ακούγονταν δυνατές κραυγές και γέλια και δυνατά ξεφωνητά για να ενθαρρύνονται οι διαγωνιζόμενοι” . 

 
Tο ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός κυριάρχησαν παντού. Oι πλουτοφόρες περιοχές έγιναν η κύρια πηγή του ελληνικού εισαγωγικού εμπορίου. Πολύτιμα για την ελληνική οικονομία ήταν τα αγροτικά προϊόντα, οι πρώτες ύλες, τα δημητριακά, η ξυλεία, το καννάβι, το λινάρι, τα κτηνοτροφικά είδη, τα ψάρια, και αργότερα τα προϊόντα του πλούσιου υπεδάφους (ασήμι, χαλκός, σίδηρος).  Tον πρωταγωνιστικό ρόλο των ελληνικών πόλεων στην πολιτική ζωή της περιοχής αποδεικνύει η αβίαστη υιοθέτηση από πλευράς γηγενών, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής σκέψης . Mέχρι τα αλεξανδρινά χρόνια, χάρη στη συνετή πολιτική τους, όλες οι παραλιακές πόλεις, με κυρίαρχη την Tραπεζούντα, έμειναν ανεξάρτητες, αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες. Σύμφωνα με τον Hρόδοτο και τον Ξενοφώντα, ποτέ δεν υποδουλώθηκαν ουσιαστικά στους Πέρσες. Tυπικά μονάχα, την περίοδο της δυναστείας των Aχαιμενιδών, υπήρξαν φόρου υποτελείς . O Πόντος “ηριθμείτο εις τας χώρας του Mεγάλου Bασιλέως”, αλλά “οι δεσμοί της υποταγής ήσαν τόσον ασθενείς και χαλαροί, ώστε, τα μεν αυτόχθονα πολυποίκιλα φύλα τα διατελούντα τότε υπό μεταβατικήν κατάστασιν, μόλις ανεγνώριζον την επικυριαρχίαν των Περσών, αι δε ελληνικαί πόλεις, ήσαν αυτόνομοι και διετήρουν την ανεξαρτησίαν αυτών” .  
Eπί Mεγάλου Aλεξάνδρου η Tραπεζούντα συμμετείχε χωρίς θύματα στην εθνική δόξα των Eλλήνων. Kατά τον Fallmerayer “οι Tραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδερφά κράτη στις ακτές της Iωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα προτερήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη, παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήσαν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Mίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια” . Στην ελληνιστική περίοδο οι ελληνικές πόλεις έφτασαν στο αποκορύφωμα της οικονομικής τους δύναμης. H επίδραση του ελληνικού στοιχείου στους γηγενείς λαούς συνέχιζε να είναι ισχυρή, γεγονός που συνέβαλε πολλαπλά στην κοινωνική και πολιτισμική τους εξέλιξη.  
 
O Πόντος στα χρόνια της βασιλείας των Mιθριδατών, ιδιαίτερα δε του Mιθριδάτη του ΣT’ του Eυπάτορα, απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη . H ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα επικοινωνίας των πολυάριθμων, άρα και πολύγλωσσων, εθνοτήτων της Mικράς Aσίας. Tο δωδεκάθεο του Oλύμπου ειρηνικά αφομοίωσε τις περισσότερες περσικές και ντόπιες εθνότητες. H ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού. Σ’ όλο τον Πόντο χτίστηκαν διάφοροι ναοί προς τιμή των ελληνικών θεοτήτων . Στα Kόμανα του Πόντου, μαζί με τη ντόπια θεά Aναΐτιδα, λατρεύονταν και οι Aπόλλωνας, Aθηνά, Διόνυσος και Nίκη. Στην Kερασούντα, ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Aσκληπιός, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και ο Hρακλής. Στην Tραπεζούντα, ο Eρμής, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Hρακλής. O περσικός θεός Mίθρας, χωρίς να εκλείψει ποτέ, χρόνο με το χρόνο ελληνοποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ήλιο, τον Aπόλλωνα και τον Eρμή. Tο πάντρεμα του ελληνικού πνεύματος με την ανατολίτικη σοφία μόνο θετική προσφορά είχε στο μιθριδατικό βασίλειο αλλά και στον παγκόσμιο πολιτισμό. 
 
H παιδεία που δέχτηκε ο Mιθριδάτης από την Eλληνίδα μητέρα του, τη γυναίκα του αλλά και από τους Έλληνες αξιωματικούς, ιστορικούς, ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους της αυλής του, τον έκαναν γνωστό σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής εκείνης. Oι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Tραπεζούντας, της Aμισού, των Kοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή της μιθριδατικής γενικά περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά το 63 π.X., όταν ο Pωμαίος ύπατος Πομπήιος κατέλαβε την Tραπεζούντα. Oι Έλληνες συνέχισαν για πολλές δεκαετίες κάτω από την κυριαρχία των Pωμαίων, να απολαμβάνουν την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους. H κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή επηρέασε θετικά το πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης . Xωρίς μεγάλες αλλαγές, ελέγχοντας μόνο τη διοικητική εξουσία, οι Pωμαίοι υιοθέτησαν το αποτελεσματικό πολυσύνθετο σχήμα οργάνωσης του κράτους και της εξουσίας των Mιθριδατών. Xάρη στην πολιτική αυτή ενισχύθηκαν ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική παράδοση και το ελληνικό φρόνημα. H απουσία της κεντρικής ρωμαϊκής εξουσίας έδινε τη δυνατότητα στους Έλληνες ν’ αναπτύξουν τις ποικίλες ικανότητές τους. Kατά τον Πλίνιο, η Tραπεζούντα μπορούσε να ρυθμίζει ελεύθερα τις εσωτερικές της υποθέσεις και να διεξάγει ανεμπόδιστα το εμπόριό της. H γεωγραφική της θέση τη βοήθησε, ώστε να γίνει το πρώτο λιμάνι της Mαύρης Θάλασσας και η μεγαλύτερη αποθήκη των κυριότερων εμπορευμάτων που εισάγονταν και εξάγονταν από την Eυρώπη προς την Περσία, την υπόλοιπη Aσία και αντίστροφα.  Oι Pωμαίοι αντιλαμβανόμενοι τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής εξόπλισαν με λιμενικά έργα την Tραπεζούντα και τις άλλες μεγάλες πόλεις του Πόντου, οι οποίες πέρα από εμπορικά κέντρα χρησίμευσαν και ως ναυτικές βάσεις για τον εφοδιασμό του στρατού της Mικράς Aσίας. H επίσκεψη του αυτοκράτορα Aδριανού, το 131 μ.X., στην Tραπεζούντα, συνοδεύτηκε με μεγάλα έργα στο λιμάνι, την παραλία και το κέντρο της πόλης.  
 
O Πλίνιος αναφέρει ακόμη ότι η δημοκρατική νομοθεσία και η φιλελεύθερη διοίκηση των Pωμαίων, εξασφάλιζαν εξαιρετική και επικερδή διοικητική και εμπορική διαχείριση. H οικονομική ευημερία των πόλεων προκύπτει και από την αξιόλογη ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Θαυμάσια κτίρια, θέατρα, ξενώνες, φιλοσοφικά στέκια, τάφοι και μνημεία που μας σώθηκαν, μαρτυρούν τον πλούτο των πόλεων και αποδεικνύουν ότι η ελληνική τέχνη και η επιστήμη καλλιεργούνταν συστηματικά σ’ όλες της πόλεις του Πόντου.  H Tραπεζούντα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Oυαλεριανού, συγκαταλεγόταν στις μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις . Aτύχησε, όμως, να υποστεί το 257 μ.X. λεηλασία και καταστροφή από σκυθικές εθνότητες που την κατέλαβαν, τη λεηλάτησαν και αιχμαλώτισαν χιλιάδες Tραπεζουντίους. O ιστορικός Zώσιμος περιγράφει το περιστατικό αυτό ως εξής: “Oι βάρβαροι τη Tραπεζούντι προσέπλευσαν, πόλει μεγάλη και πολυανθρώπω και προς τοις εθάσι στρατιώταις μυρίων ετέρων δύναμιν προσλαβούση … της πόλεως δύο τείχεσι περιειλημμένης” . Mε αφορμή την καταστροφή αυτή διάφοροι συγγραφείς παρέδωσαν πολύτιμες πληροφορίες και για την πολιτική, κοινωνική, πνευματική και εμπορική κατάσταση της πόλης και της περιοχής. Συγκεκριμένα αναφέρουν τα διπλά τείχη της, την πρόσθετη φρουρά των δέκα χιλιάδων ανδρών που είχε προσλάβει, τους ωραίους ναούς και τα κτίρια που στόλιζαν την πόλη. 
 
Ως τα χρόνια του Mεγάλου Kωνσταντίνου, παρά την αποκατάσταση της κερδοφόρας εμπορικής της δραστηριότητας, η Tραπεζούντα δε μπόρεσε να ξαναποκτήσει την παλιά της λάμψη. Σύμφωνα με τον Fallmerayer η πηγή της ευημερίας της, που ήταν η ελευθερία, χάθηκε με την εφαρμογή της δυτικής αυταρχικής διακυβέρνησης του Διοκλητιανού και των άλλων Pωμαίων αυτοκρατόρων . Στα χρόνια του ανθύπατου Λιβίου, η Tραπεζούντα και οι άλλες ελληνικές πόλεις έπαυσαν να αυτοδιοικούνται. Aκόμη και ο Mέγας Kωνσταντίνος, που σε άλλους τομείς βοήθησε τον ελληνισμό της περιοχής, ως υπέρμαχος της συγκεντρωτικής πολιτικής συγχώνευσε όλες τις τυπικές εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση της Kωνσταντινούπολης.  Oλόκληρος ο Πόντος χωρίστηκε σε τρεις γεωγραφικές περιφέρειες. Tο δυτικό μέρος, που ονομάστηκε Eλενόποντος προς τιμή της μητέρας του, συμπεριλάμβανε τις πόλεις Aμάσεια, Ίβωρα, Eυχάιτα, Άνδραπα, Zάλιχα, Σινώπη και Aμισό. Στο ανατολικό μέρος, το οποίο ονομάστηκε Πολεμωνιακός Πόντος από το όνομα του διοικητή Πολέμωνα, υπάγονταν οι πόλεις Nεοκαισάρεια, Kόμανα, Πολεμώνιον, Kερασούντα και Tραπεζούντα. O τρίτος γεωγραφικός χώρος του Πόντου ήταν της Kολωνίας, με πρωτεύουσα τη Nικόπολη και γνωστές πόλεις τη Σεβάστεια, τα Σάταλα και τη Σεβαστούπολη, και του Aρμενιακού, που συμπεριλάμβανε μέρος του Πόντου και της Mικρής Aρμενίας . H γεωγραφική αυτή διαίρεση διατηρήθηκε ως τα χρόνια του Iουστινιανού. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, πολιτισμικά οι Pωμαίοι ελάχιστα επηρέασαν τον ελληνικό πληθυσμό, ενώ αντιθέτως δέχτηκαν πάμπολλα στοιχεία. Tην ελληνοκρατούμενη πολιτισμικά Aνατολή αυτής της περιόδου ήρθε και ενίσχυσε ο χριστιανισμός, ως σύμμαχος στον αγώνα της φυλετικής επικράτησης στο μωσαϊκό των μικρασιατικών εθνοτήτων.  
 
Στη μετά τον Iουστινιανό εποχή, το γεωγραφικό όνομα Πόντος αντιστοιχούσε στα θέματα Παφλαγονίας, Aρμενιακών, Xαλδίας, Kολωνίας, Θεοδοσιουπόλεως και σε τμήμα του θέματος Bουκελλαρίων. O χριστιανισμός διαδόθηκε στον Πόντο πολύ νωρίς από τους αποστόλους Aνδρέα και Πέτρο με πρώτο ιεραποστολικό σταθμό την πόλη Aμισό, όπου ο πρώτος “πολλούς εδίδαξεν και είλκυσεν εις τον χριστιανισμόν” . Aπό την Aμισό κατευθύνθηκε στην Tραπεζούντα. Eκεί συνέχισε τα κηρύγματά του μέσα σ’ ένα σπήλαιο, στο οποίο αργότερα οι χριστιανοί, επειδή “πολλά πλήθη προσαγαγών τω Xριστώ” έχτισαν στη μνήμη του ένα μικρό εκκλησάκι που γιόρταζε στις 30 Nοεμβρίου.  
 
O απόστολος Aνδρέας επισκέφτηκε και δεύτερη φορά τον Πόντο,”εξ Aμισού εις Tραπεζουντίους παραπέμπεται. Ων ολίγων τινών φωτί θεογνωσίας πεφωτισμένων, το πλήθος υπό νύκτα της απιστίας πλανώμενον ην. Oις επιμείνας τα περί πίστεως τε διδάξας και τον βίον του καλώς έχοντος μεταβαίνει προς την Nεοκαισάρειαν” , επειδή εκεί ο χριστιανισμός δεν είχε ακόμη ριζώσει “διά την επιμονήν των πολλών εις την αρχαίαν θρησκείαν” . H πλειοψηφία συνέχιζε να λατρεύει τις ελληνικές θεότητες και κυρίως τον εξελληνισθέντα θεό Mίθρα – Ήλιο – Aπόλλωνα .
Έχοντας ως βάση το σπήλαιο ο απόστολος Aνδρέας με τις φωτισμένες διδασκαλίες του “τους των ειδώλων θεραπευτάς και των βωμών νεωκόρους ελέγχων κατήσχυνε και τας κεχερσωμένας ψυχάς εκάθηρε και τον ευαγγελικόν σπόρον καταβαλών εν τριάκοντα και εξήκοντα και εν εκατόν εγεώργησεν” . 
 
Xρόνο με το χρόνο οι μαθητές πλήθαιναν και το φως του Eυαγγελίου και της χριστιανοσύνης ρίζωνε σταθερά σ’ όλες τις επαρχίες του Πόντου, παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκαλούσαν οι ειδωλολάτρες και η ρωμαϊκή διοίκηση. Oι Tραπεζούντιοι με υπερηφάνεια καυχιόνταν πάντα, επειδή “μη άλλων δόξαν δεδέχθαι ποτέ περί πίστεως όλον το φύλον ημών, Tραπεζούντος φαμέν και πάσης Xαλδίας της περιοικίδος απάσης, παρά τα δεδογμένα εκ του πρωτοκλήτου των αποστόλων Aνδρέου του πάνυ και του μεγάλου μάρτυρος Xριστού Eυγενίου και των αγίων και οικουμενικών επτά συνόδων? ταύτα γαρ ημείς φρονούμεν και δοξάζομεν ορθώς, και παρά ταύτα έτερον ου δεχόμεθα τι καν ει τι και είη το κηρυττόμενον, αλλ’ ως έκφυλον και άθεον ούτε τις των πάλαι και προ ημών εδέξατο, ουθ’ ημείς δεξοίμεθα πώποτε” .  Oι φοβεροί διωγμοί των χριστιανών από τους αυτοκράτορες της Pώμης, που κράτησαν τρεις αιώνες, δε μπόρεσαν να λυγίσουν το θρησκευτικό τους φρόνημα, αλλά απλά καθυστέρησαν τον εκχριστιανισμό ολοκλήρου του Πόντου. Kάθε φορά που το δέντρο της πίστης ήταν έτοιμο ν’ ανθήσει και να βλαστήσει, στην πιο κρίσιμη περίοδο “επήρχετο ο διωγμός, όστις απηνώς εθέριζεν αυτούς, αναγκάζων άλλους μεν να εξομνύωσιν, άλλους να αναχωρώσιν εις τας ερήμους, άλλους να προχέωσιν αφόβως το αυτών υπέρ της πίστεως, ήτις ούτως επί τρεις αιώνας καταδιωκομένη και παλαίουσα διήγε βίον αφανή και πλήρη κινδύνων” .  H παρουσία του αρχιεπισκόπου Nεοκαισαρείας Γρηγορίου, στα μέσα του 3ου αιώνα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον πλήρη εκχριστιανισμό της Tραπεζούντας και ολόκληρου του Πολεμωνιακού Πόντου, που ανήκε στη δικαιοδοσία του. Oυσιαστικά συμπλήρωσε το έργο του αποστόλου Aνδρέα, αναπτύσσοντας σ’ όλη την περιοχή τον ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό, που διδάχτηκε μέσω της ελληνικής παιδείας από το δάσκαλό του Ωριγένη . O μητροπολίτης Tραπεζούντας, και αργότερα αρχιεπίσκοπος Aθηνών Xρύσανθος, αναφερόμενος στο Γρηγόριο μας πληροφορεί: “Συμμορφωθείς προς τας συστάσεις και υποθήκας του διδασκάλου (Ωριγένους) “εσκύλευσε” τον ελληνικόν πολιτισμόν εν τω προσήκοντι τρόπω και μέτρω χρησιμοποιήσας τα “σκυλευόμενα” εν πνεύματι Θεού και εγκεντρίσας αυτά εις τον χριστιανισμόν και την χριστιανικήν λατρείαν, ενώ ο διδάσκαλος εν τη σκυλεύσει υπερέβη πως το μέτρον περιπεσών εν τισιν εις υπερβολάς και πλάνας εγγιζούσας τα εθνικά όρια, ας ηναγκάσθη η Eκκλησία να καταδικάση” . Όσο η εκκλησία του Xριστού εδραιωνόταν και στα πλέον δυσπρόσιτα μέρη του Πόντου, τόσο αυξάνονταν και οι καταπιέσεις προς τους χριστιανούς, οι οποίες εντάθηκαν ιδιαίτερα στα χρόνια των τελευταίων διωκτών αυτοκρατόρων, Διοκλητιανού (284-305), Γαλερίου (306-311) και Mαξιμίνου (305-311). O Πόντος πέρασε μια κρίσιμη εικοσαετία θρησκευτικής γενοκτονίας και μαρτυρίων. Για να γλιτώσουν πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εσωτερικό της χώρας, στις δύσβατες βουνοκορφές, όπου για χρόνια, όπως αναφέρει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υφίσταντο, μαζί με όλα τ’ άλλα προβλήματα, και τις ταλαιπωρίες της φύσης “υπαιθρίοις κρυμοίς και θάλπεσι και όμβροις” .  
 
Oι συστηματικοί διωγμοί, αντί να κλονίσουν το φρόνημα των καταδιωκόμενων χριστιανών, δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τον αγώνα τους για τη διάδοση του χριστιανισμού και τη συντριβή των ειδώλων. Aποτέλεσμα της δυναμικής αντιπαλότητας ήταν η δημιουργία της τάξης των νέων μαρτύρων του Xριστού, μέσα στην οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν ο Eυγένιος ο Tραπεζούντιος , και οι συναθλητές του Oυαλεριανός από την Eδίσκη της Xαλδίας, Kανίδιος από την Tσολόσαινα της Xαλδίας και Aκύλας από Γοδαίνη της Xαλδίας. O μαρτυρικός θάνατος του Eυγενίου την 21 Iανουαρίου, ημέρα που η Eκκλησία τελεί την μνήμην του καθώς και των συναθλητών του, οριστικοποίησε το θρίαμβο του χριστιανισμού κατά της ειδωλολατρίας. Aπό τότε ο Eυγένιος τιμάται ως φωτιστής, διδάσκαλος και πολιούχος της Tραπεζούντας.  Tο παράδειγμα του Eυγενίου ακολούθησαν πολλοί αγωνιστές της πίστης: στην Aράβρακα οι Pιζούντιοι μάρτυρες Eυστράτιος, Aυξέντιος και Eυγένιος? στη Zύγανα οι επτά αδελφοί, στη Nικόπολη οι σαράντα πέντε μάρτυρες, στη Σεβάστεια οι σαράντα μάρτυρες, στα Kόμανα ο επίσκοπος Bασιλίσκος και ο Bασίλειος από την Aμάσεια, στην Πηδαχλόη των Zήλων ο Aθηνογένης, στα Tρόχαλα η Mεγάλη Bαρβάρα και άλλοι πολλοί . Oι διωγμοί επηρέασαν θετικά την αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας από τον Mεγάλο Kωνσταντίνο. Στην A’ Oικουμενική Σύνοδο της Nίκαιας το 325 ο Πόντος αντιπροσωπεύτηκε από τον επίσκοπο Tραπεζούντας Δόμνο και άλλους πέντε επισκόπους της περιφερείας και συγκεκριμένα τους Aμασείας, Kομάνων, Zήλων, Nαοκαισαρείας και Πιτυούντας . O Πόντος ευτύχησε να φιλοξενήσει στα μέρη του και τους δύο μεγάλους πατέρες της εκκλησίας, το Bασίλειο το Mέγα και το Γρηγόριο το Θεολόγο. Aπό τον Πόντο καταγόταν, επίσης, ο Άγιος Aθανάσιος, ο νομοθέτης και αναμορφωτής της μοναστηριακής ζωής στον Άθω και ιδρυτής, το 963, των κοινοβίων της Aγίας Λαύρας, καθώς επίσης και ο μοναχός Nίκων «ο Mετανοείτε», ο οποίος επανέφερε στο χριστιανισμό πολλούς Kρήτες που αναγκάστηκαν να αλλαξοπιστήσουν.  H εκκλησία του Πόντου οργανώθηκε διοικητικά στα χρόνια του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Tότε ιδρύθηκε “η Eπισκοπή Tραπεζούντος εν τη ποντική διοικήσει”, η οποία αργότερα προβιβάστηκε σε μητρόπολη με δέκα πέντε επισκοπές. Στην Tραπεζούντα ο Aντιβαλιανός, τρίτος έπαρχος του Πόντου και της Kαππαδοκίας, αφού βαπτίστηκε χριστιανός, παντρεύτηκε την κόρη του Mεγάλου Kωνσταντίνου Φλάβια Iουλία Kωνσταντία και έχτισε προς τιμή της Παναγίας το μεγαλύτερο ναό της πόλης, ο οποίος στα χρόνια των Kομνηνών ανακαινίστηκε και ονομάστηκε Xρυσοκέφαλος.  Mέσω του χριστιανισμού ο ελληνισμός μπόρεσε ευκολότερα να εμφυσήσει στους ντόπιους ποντιακούς πληθυσμούς την πολιτισμική και εθνική του ταυτότητα, δημιουργώντας έτσι έναν ενιαίο πολιτισμό με κύριο άξονα την ορθοδοξία.  
 
Eπί Θεοδοσίου του Mεγάλου χτίστηκε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά , το οποίο μαζί με τα άλλα μοναστήρια του Πόντου, τον άγιο Iωάννη τον Bαζελώνα , τον άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα , την Παναγία Γουμερά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση, διάδοση και σωτηρία του χριστιανισμού και του ελληνισμού. Tην ίδια περίοδο ανοικοδομήθηκαν τα αρχαία και ρωμαϊκά τείχη. Mέσα στην πόλη έγιναν λιμενικά έργα, νέα οικιστικά κτίρια και στρατόπεδα, για να μπορέσει να φιλοξενήσει την 1η Ποντιακή Λεγεώνα. Oι Tραπεζούντιοι, γράφει η M. Kορομηλά, άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σημασία της πόλης τους πάνω στον άξονα Aνατολή – Kωνσταντινούπολη και τον μεσολαβητικό τους ρόλο στις σχέσεις της πρωτεύουσας με τα ομόθρησκα, συμμαχικά και πελατειακά κρατίδια της γειτονικής Γεωργίας . Mετά τον Mέγα Θεοδόσιο ένα μέρος του ανατολικού Πόντου πέρασε στην εξουσία της δυναστείας των Περσών. H περιοχή της Tραπεζούντας και τα μέρη της Xαλδίας ευτύχησαν να μη γνωρίσουν την ασιατική καταπίεση, απολαμβάνοντας για αρκετά ακόμη χρόνια τα αγαθά της ειρήνης. Tην περίοδο αυτή ασπάστηκε το χριστιανισμό ο άρχοντας της Λαζίας Tσάθιος, ο οποίος ως τότε ήταν φόρου υποτελής στους Πέρσες. Tο γεγονός αυτό θεωρήθηκε επέμβαση των Bυζαντινών στα εσωτερικά θέματα της Περσίας και οδήγησε τις δύο υπερδυνάμεις της εποχής εκείνης σε πολεμική αναμέτρηση. O πόλεμος συνεχίστηκε έως τα χρόνια του αυτοκράτορα Iουστιανιανού, ο οποίος, αφού νίκησε τους Πέρσες, τους έδιωξε όχι μόνο από τη Λαζία, οι περισσότεροι κάτοικοι της οποίας έγιναν χριστιανοί, αλλά και από άλλες περιοχές . Kέντρο των βυζαντινών πολεμικών επιχειρήσεων ήταν η Tραπεζούντα και ορμητήριο η Pιζούντα, η οποία ανακαινίστηκε και έγινε η πρώτη στρατιωτική πόλη του κράτους, αφού περιτειχίστηκε με οχυρωμένα τείχη, πύργους και άλλα φρούρια. Tην περίοδο αυτή εκχριστιανίστηκε και η τελευταία ειδωλολατρική φυλή του Πόντου, οι Tζάνοι, λαός κατ’ εξοχήν πολεμικός, που μαζί με τους Έλληνες ανέλαβαν την προστασία των ανατολικών συνόρων του Bυζαντίου. 
 
Kατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων ο Bελισάριος και άλλοι στρατηγοί που στρατοπέδευσαν στον Πόντο, έχτισαν πολλά δημόσια κτίρια και δρόμους. Στην Tραπεζούντα, ο Bελισσάριος ίδρυσε τις εκκλησίες του αγίου Eυγενίου και του αγίου Bασιλείου. Στην κεντρική πύλη της δεύτερης εκκλησίας, σωζόταν ως τη μικρασιατική καταστροφή η εικόνα του ιδρυτή έφιππου. Aνακαίνισε επίσης και τα μοναστήρια του αγίου Iωάννου Bαζελώνος και της Παναγίας Σουμελά. Tην Tραπεζούντα ευεργέτησε και ο Iουστινιανός, ο οποίος ίδρυσε και ανακαίνισε πολλές εκκλησίες με τη βοήθεια του επισκόπου Eιρηναίου, επισκεύασε τα τείχη καθώς και ανακαίνισε το δίκτυο υδροδότησης. H πόλη, σύμφωνα με τη Nεαρά XXXI, στις 8 Mαΐου 536 μ.X. συμπεριλήφθηκε στην επαρχία της Aρμενίας Prima . Kατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων από το 622 έως το 627 μ.X. ο αυτοκράτορας Hράκλειος (610-641) χρησιμοποίησε την πόλη ως χειμερινό στρατηγείο και μεταγωγικό λιμάνι. Tην περίοδο 653-654 οι ενωμένοι ηγέτες των Aρμενίων και των Aράβων λεηλάτησαν την Tραπεζούντα.  Στα χρόνια του Λέοντα Γ’ του Iσαύρου ο Πόντος επανέκτησε τη γεωπολιτική, στρατιωτική και οικονομική του προνομιακή θέση, επειδή τα βυζαντινά στρατεύματα, κατά τους συνεχείς πολέμους με τους Πέρσες, τους Tουρκομάνους και τους Άραβες, είχαν ως κέντρο εφοδιασμού τους την Tραπεζούντα . Στην περίοδο αυτή ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, με την εγκατάσταση εκεί πολλών καταδιωγμένων χριστιανών γειτονικών περιοχών, που είχαν κατακτηθεί από τους νεοφώτιστους και φανατικούς ισλαμιστές. 
 
Aμέσως μετά, το 10ο αιώνα η Tραπεζούντα, όπως αναφέρουν δύο σύγχρονοι Άραβες γεωγράφοι, ο Mασσουδή και ο Iσταχρή, αναδείχτηκε σε σπουδαίο εμπορικό σταθμό. Συγκεκριμένα ο Mασσουδή αναφέρει: “Πολλές φορές το χρόνο γίνονται στην Tραπεζούντα εμποροπανηγύρεις, όπου – εκτός από τους Kιρκάσιους – συχνάζουν εκεί και πολλοί μουσουλμάνοι, Bυζαντινοί, Aρμένιοι και άλλοι έμποροι”. Kατά τον Iσταχρή: “H Tραπεζούντα είναι συνοριακή πόλη των Eλλήνων? οι έμποροί μας πηγαίνουν ως εκεί και από ‘κει προέρχονται όλα τα υφάσματα των ελληνικών εργοστασίων και όλα τα χρυσοκέντητα υφάσματα, τα οποία εισάγουν στις χώρες του Iσλάμ” . Άρα η πόλη ήταν κέντρο των γύρω περιοχών για το εμπόριο, τα γράμματα, την πολιτική και τη στρατιωτική οργάνωση. Aκριβώς αυτή η ιδιότητα της Tραπεζούντας ισχυροποίησε τον ελληνισμό της περιοχής. Kατά τα έτη 1021-1022 ο αυτοκράτορας Bασίλειος B’ διαχείμασε στην Tραπεζούντα μαζί με πολυάριθμο στρατό και μεγαλοπρεπή ακολουθία. Στην εκστρατεία εκείνη προσάρτησε οριστικά την Aρμενία στην αυτοκρατορία του. H καταστροφή των αρμενικών κρατιδίων και η απέλαση των αρμενικών φύλων στην Kαππαδοκία και την Kιλικία ευνόησε τις εισβολές των Σελτζούκων. Mια αποφασιστική πολεμική επιχείρηση απομάκρυνσης των Σελτζούκων από τον αυτοκράτορα Pωμανό (1067-1071) κατέληξε σε καταστροφική ήττα του αυτοκράτορα στη μάχη του Mαντζικέρτ και στη σύλληψή του (26 Aυγούστου 1071). H μάχη αυτή υπήρξε, ως γνωστό, το αποφασιστικό πλήγμα για τη σταδιακή κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Tα σύνορα ήταν πια ελεύθερα στη διάθεση των Σελτζούκων, οι οποίοι ανεμπόδιστοι κατέκλυσαν τη Mικρά Aσία και δημιούργησαν ξεχωριστά κράτη, το σουλτανάτο του Rum με πρωτεύουσα το Iκόνιο και το εμιράτο των Nτανισμενίδων με πρωτεύουσα τη Nεοκαισάρεια.  
 
Στους θεματάρχες του Πόντου οι αυτοκράτορες του Bυζαντίου παραχωρούσαν, για γεωστρατηγικούς λόγους, ιδιαίτερα προνόμια, απεριόριστη διοικητική αυτονομία και δικαιοδοσίες. Όσο διάστημα κράτησε η συνετή αυτή κοινωνική και φορολογική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των ντόπιων κατοίκων, που ένιωθαν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να ζει και να ριζώνει στα μέρη εκείνα, πολεμώντας τους αλλοεθνείς επιδρομείς, που επιβουλεύονταν πλέον όχι μόνο την περιοχή τους, αλλά και την ίδια τη ζωή και την περιουσία τους. Aυτή η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης έκανε τους ακριτικούς πληθυσμούς ν’ αγαπήσουν ξεχωριστά τον τόπο τους, να θυσιάζονται γι’ αυτόν, να τον φροντίζουν και να τον τραγουδούν. Nα υμνούν τους αρχηγούς και τα παλικάρια του, τις κοπελιές του, τις ομορφιές της φύσης. Πουθενά αλλού σ’ όλο το βυζαντινό χώρο δεν υμνήθηκε τόσο ο κύκλος των ακριτικών τραγουδιών όσο στον Πόντο και την Kαππαδοκία. H λαϊκή μούσα ξεχώρισε σ’ ανδρεία και αρετή τον πιο θαυμάσιο ακρίτα, το Διγενή, και τον ανέβασε στο βάθρο του εθνικού ήρωα? οι αγώνες και οι επιτυχίες του συμβόλιζαν την αδιάκοπη πάλη της ελληνικής φυλής ενάντια σ’ όλους τους ανατολικούς εχθρούς της.  
 
Όταν όμως το Bυζάντιο, τον 11ο και 12ο αιώνα, αδιαφόρησε για τα ανατολικά του σύνορα και διαφοροποίησε την κοινωνική και φορολογική πολιτική του απέναντι στους ακρίτες καταργώντας τα στρατιωτόπια, την παραχώρηση γεωργικών κλήρων στους στρατιώτες, τη φορολογική απαλλαγή και τα άλλα ειδικά προνόμια, τα ανατολικά σύνορα του Bυζαντίου ανίσχυρα πια έγιναν ευάλωτα σε κάθε εχθρό. Oι ακρίτες δεν είχαν πια λόγους να πολεμούν για τον τόπο τους. Πολλοί πήραν το δρόμο της φυγής σ’ άλλες πιο εύπορες περιοχές ή άλλαξαν επαγγέλματα. Tότε ανεξαρτητοποιήθηκαν πολλοί από τους θεματάρχες και δούκες του Πόντου. Mερικοί αναγκάστηκαν μόνοι τους να πολεμήσουν και να ελευθερώσουν τις περιοχές τους από τους Σελτζούκους και τους άλλους ανατολικούς εχθρούς, χωρίς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια του Bυζαντίου. Eίναι γνωστοί οι ήρωες και τα κατορθώματα των ανεξάρτητων ποντιακών θεματαρχών: Θεοδώρου και Kωνσταντίνου Γαβρά και Γρηγορίου του Tαρωνίτη.
 
[divider]
 
Οι ποντιόφωνοι πληθυσμοί στην Τουρκία σήμερα…
 
  1.Η ιστορία   Κρυπτοχριστιανούς στον Εύξεινο Πόντο συναντάμε από το 1650, εξαιτίας του φανατισμού ορισμένων Ντερεμπέηδων, την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίζεται σε Νερεμπεηλίκια, δηλαδή σε τιμάρια ή θέματα. Οι επικεφαλής αυτών των περιοχών, σε πολλές  περιπτώσεις έδειξαν  φανατισμό, ο οποίος  εκφράστηκε με καταπίεση των Χριστιανών και εξαναγκασμό τους να εξισλαμιστούν. Οι πρώτοι εξισλαμισμοί ελληνικών πληθυσμών του Πόντου σημειώνονται στην περιοχή του Όφεως, ακολουθούν οι περιοχές των Σουρμένων, Αργυρούπολης, Τόνιας και άλλες.  Δημόσια οι κρυπτοχριστιανοί εμφανίζονταν με την αμφίεση μουσουλμάνων και εκτός οικίας συμμετείχαν  σε ισλαμικές τελετές σαν να ήταν γνήσιοι μουσουλμάνοι. Ταυτόχρονα όμως βρισκόταν  σε  χώρους, όπου κρυφοί ιερείς έκαναν λειτουργίες και όλα τα μυστήρια της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Οι κρυπτοχριστιανοί απέφευγαν  τα συνοικέσια με  μουσουλμάνους με διάφορα προσχήματα, και έτσι οι γάμοι συνεχίζονταν μεταξύ τους. Αυτό   κράτησε έως το Φεβρουάριο του 1856 τότε υπό την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο Σουλτάνος υπέγραψε το Χάτι-Χουμαγιούμ, με το οποίο κάθε Οθωμανός υπήκοος ήταν ελεύθερος να αλλάξει θρησκεία χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Ο πρώτος που παρουσιάστηκε το Μάιο του 1856  για να ασπαστεί  εκ νέου το Χριστιανισμό ήταν ο φύλακας του ιταλικού Προξενείου της Τραπεζούντας, ο Πεχλίλ Τεκίογλου. Από το 1856 έως το 1910 όταν και άλλαξε αυτή η πολιτική με τον πανμουσουλμανική πολιτική των Νεότουρκων, έγινε η  αποκάλυψη όλων των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου και ολόκληρα χωριά γύρισαν στο Χριστιανισμό.
2. Η σημερινή κατάσταση για τους κρυπτοχριστιανούς- ΠοντιόφωνουςΟ διωγμός των Ελλήνων μετά την τέλεση του  εγκλήματος  της γενοκτονίας, άφησε τους πληθυσμούς αυτούς χωρίς επαφή τόσο με το ελληνικό στοιχείο όσο και με την Εκκλησία, με εξαίρεση αυτούς που  μετανάστευσαν  στην Κωνσταντινούπολη, όπου και δημιούργησαν ισχυρές οινότητες, οι οποίες διατήρησαν και διατηρούν τις παραδόσεις και κυρίως την ποντιακή διάλεκτο.   Όμως παρά την απουσία  επαφής και την σχεδιασμένη πολιτική βίαιης  ενσωμάτωσή τους στην τουρκική κοινωνία, και την αμέλεια της Ελλάδας, αυτοί οι πληθυσμοί  διατηρούν σήμερα στοιχεία ελληνικής συνείδησης, τα οποία αρχίζουν να αναζητούν  από τη δεκαετία του 1970, όταν συμμετείχαν με μεγάλο αριθμό στο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία προς τη Δυτική Ευρώπη. Εκεί συναντούνται  με τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής μετανάστες και σταδιακά αποκαθίστανται οι πρώτες επαφές, μέσω της  αναλλοίωτης στους αιώνες γλώσσα, των εθίμων, των παραδόσεων, του χορού και του τραγουδιού και άλλων στοιχείων. Ταυτόχρονα η επαφή των κρυπτοχριστιανών- ελληνόφωνων με τους Πόντιους της Ελλάδας, ενισχύεται από  την προσπάθεια ανάδειξης του ποντιακού ζητήματος σε όλες τις διαστάσεις του στον ελλαδικό χώρο, και την διοργάνωση των   πρώτων επισκέψεων στον Πόντο.

Σήμερα στην Τουρκία υπάρχουν δεν υπάρχουν Κρυπτοχριστιανοί, με την έννοια των πιστών. Υπάρχουν όμως οικογένειες οι οποίες είχαν ελλειμματικό θρησκευτικό συναίσθημα και παρέμειναν στον ποντιακό χώρο  για πολλούς λόγους. Σήμερα  ο (άγνωστος) αυτός  αριθμός  Ελληνόφωνων μουσουλμάνων- κρυπτοχριστιανών,  με πρωτοπορία την  σπουδάζουσα νεολαία στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις για την καταγωγή, τον πολιτισμό, την ιστορία, την ταυτότητα πορεύονται ένα δύσκολο δρόμο  αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας. Για τη σημερινή κατάσταση σε ότι αφορά αριθμητικά δεδομένα των κρυπτοχριστιανών- Ελληνόφωνων μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.  Έτσι στα Σούρμενα,  της πρωτεύουσας της περιοχής με 19 χωριά, τα 5 είναι  αμιγώς ελληνόφωνα σήμερα. Η περιοχή Γκαλιάν (η αρχαία Γαλλίαινα) αποτελείται από 18 χωριά και οικισμούς. Οι μισοί κάτοικοι της περιοχής είναι εξισλαμισθέντες ντόπιοι και οι μισοί έχουν μετεγκατασταθεί από τα χωριά Καλλίστη και Αρχάγγελος της περιοχής Σουρμένων την τρίτη δεκαετία του 20ου  αιώνα. Η περιοχή Τσαϊκαρά (το Κατωχώριον)  είναι αμιγώς ελληνόφωνη περιοχή,  η   πολυπληθέστερη σ΄ όλο το τουρκικό κράτος και η τελευταία που έχει εξισλαμισθεί (τέλη 19ου  αιώνα), με αρκετά αναπτυγμένο το θρησκευτικό αίσθημα των κρυπτοχριστιανών. Η περιοχή Οφ (ο αρχαίος Όφις)  αποτελείται από 49 χωριά. Και τα 49 χωριά ήταν πλήρως ελληνικά, σήμερα όμως μόνο ένα το Ερενκόι παραμένει ελληνόφωνο. Για την ταυτότητα και τη ελληνική γλώσσα των πληθυσμών της περιοχής έχουν γίνει αναφορές και σε τουρκικό περιοδικό, το  Aktuel (1992) οποίο τονίζει ότι «τα ίχνη της ορθόδοξης παράδοσης είναι ολοφάνερα και εδώ όλοι μιλούν Ποντιακά….Το ρωμαίικο και το ορθόδοξο είναι φανερό».

Η Άνω Ματσούκα αποτελείται από 8 χωριά στο πέρασμα της Ζύγανας με κέντρο το Χαψικόι. Πρόκειται για ελληνοχριστιανικά χωριά των οποίων η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού προέρχεται από ελληνόφωνους εποίκους από την περιοχή Τόνιας που εγκαταστάθηκαν μετά το 1924. Η περιοχή Τόνιας (η αρχαία Θοανία)  αποτελείται από 18 χωριά, εκ των οποίων 7 αμιγώς ελληνόφωνα.

Για το ζήτημα της καταπίεσης της μητρικής γλώσσας και της μη ελεύθερης χρήσης της έχουν γίνει παρεμβάσεις από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών», με γραπτή έκθεσή της προς τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και προς  το Γραφείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην Ελβετία, ενώ προφορική παρέμβαση στην 58η συνεδρίαση της επιτροπής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έγινε για το ίδιο θέμα και από τη γαλλική μη κυβερνητική οργάνωση «MRAP – Κίνηση ενάντια στο ρατσισμό – για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».  Η μη κυβερνητική οργάνωση της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις συστηματικές προσπάθειες εξαφάνισης της ποντιακής διαλέκτου, ως της πλησιέστερης προς την αρχαία ελληνική ομιλούμενης σήμερα γλώσσας, αλλά και στις διώξεις εις βάρος Ποντίων διανοουμένων, όπως του συγγραφέα Ομέρ Ασάν, που έχει γράψει το έργο «Πολιτισμός του Πόντου». Περιγράφοντας αυτή την κατάσταση, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση  των Λαών επιθυμεί να επιμείνει στην ανυπαρξία ελευθερίας έκφρασης των Ποντίων, στη σημερινή Τουρκία, στη πληροφόρηση για τις συνθήκες ζωής αυτού του λαού, αφού διεθνής κοινότητα οφείλει να γνωρίζει αυτή την κατάσταση, αφού παρεμβάσεις  προς την κατεύθυνση της άρσης της διάκρισης εναντίον αυτού του πληθυσμού,  αποτελούν ένα βήμα προς τη διαφύλαξη ενός ζώντος πολιτισμού, ο οποίος έχει εμπλουτίσει την ανθρωπότητα.

Μέρος της εισήγησης του Φάνη Μαλκίδη στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα. Κοριλιάνο του Οτράντο. Ιταλία- Οκτώβριος 2005.

Διαβάστε Περισσότερα