close

Πόντος

Ήθη & Έθιμα

Ποντιακό Πάσχα

pontos_pasxa

Από το προηγούμενο βράδυ (πριν από την Καθαρή Δευτέρα) τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς, του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιόντουσαν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, έπαιρναν αντίδωρο και από ‘κει και πέρα όσοι άντεχαν κρατούσαν νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν έτρωγαν τίποτα και δεν έπιναν ούτε νερό. Τη Σαρακοστή, τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία στους Χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα σκούπιζαν τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό.

Μετά τα εμπόνεστα και τη Σαρακοστή, ιδιαίτερη σημασία είχε η Κυριακή των Βαΐων, όταν παιδιά 10-15 χρονών έβγαιναν στους μαχαλάδες να ψάλλουν τα αντίστοιχα κάλαντα και να λάβουν αντί δώρου τα κερκέλα (κουλούρια), σακιαρλαμάδες (καραμέλες), παράδες (από τους συγγενείς) ή σπανιότερα από κάποιο μαντίλι. Τα κάλαντα διέφεραν από τόπο σε τόπο. Στην περιοχή της Ματσούκας έψελναν τα παρακάτω :

Βάια βάια το βαϊ, 
τρώμε οψάρα και χαμψίν 
και τ’ απάν την Κερεκήν 
τρώμε βούτορον, τυρίν 
(Τ’ απάν η Κερεκή , ήταν αυτή του Πάσχα.)

Ένα ποντιακό έθιμο της Κυριακής των Βαΐων ήταν και το βάεμαν . Το απόγευμα τουΣαββάτου του Λαζάρου σε ορισμένες περιοχές του Πόντου τα παιδιά κρατώντας ένα ανθισμένο κλαδί λεύκας και ένα καλαθάκι για να βάζουν μέσα τ’ αυγά που θα μάζευαν, γυρνούσαν τα σπίτια ψάλλοντας την Ανάσταση του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους έδιναν κουλούρια, «κερκέλια », που τα περνούσαν στο κλαδί της λεύκας, αλλά και αυγά. Στα περισσότερα όμως μέρη του Πόντου το « βάεμαν » γινόταν την Κυριακή μετά την εκκλησία. Στα Κοτύωρα τα παιδιά έψελναν και έλεγαν:

Βάι-βάι των Βαγιών
σέν’ κερκέλ’ κι εμέν ωβόν.

Αντί στο καλάθι, τα κουλούρια περνιόνταν καμιά φορά σε σπάγκο, που η μια άκρη του ήταν δεμένη πίσω στη μέση των παιδιών και η άλλη ελεύθερη για το σκοπό αυτό. Κάθε κουλούρι που περνούσε από το σπάγκο πήγαινε έτσι πίσω στην πλάτη του παιδιού.

Ο Πόντος προετοιμαζόταν ψυχικά με τη νηστεία και τις αλληλοδιάδοχες γιορτές, που μεσολαβούσαν ως το Πάσχα, για τον ερχομό της. Αποκορύφωμα βέβαια της αναμονής ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα, που κλιμάκωνε τα θρησκευτικά αισθήματα από ημέρα σε ημέρα, προετοιμάζοντας τις ψυχές των πιστών για το Μέγα Σάββατο, τη νύχτα της Ανάστασης και συνακόλουθα τη λύτρωση-λύση του θείου δράματος.

Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές έφτιαχναν τσουρέκια και έβαφαν αυγά. Τα αυγά τα έβαφαν με κρεμυδόφυλλα. Έπαιρναν φλούδες από κρεμμύδια και τούλι από τις μπομπονιέρες και το έκοβαν έτσι ώστε να μπορούν να δέσουν τα αυγά. Έπειτα κάλυπταν το αυγό με κρεμμυδόφυλλα και το έβαζαν να βράσει για δέκα λεπτά σε ξίδι και νερό. Μετά την βράση, έβγαζαν την κλωστή που τα είχαν δέσει και έτσι σχηματιζόταν πάνω στα αυγά διάφορα σχέδια και αποχρώσεις. Ύστερα τα σκούπιζαν και τα άλειφαν με λάδι.

Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έτρωγαν “ούτε ελάδ”‘. Το μοιρολόγι της Παναγίας ήταν λαϊκός θρήνος της Μεγάλης Παρασκευής, αφιερωμένος στον ψυχικό σπαραγμό της Παναγίας, που τα Πάθη της προκάλεσαν. Ο Ποντιακός Ελληνισμός μ’ αυτό το μοιρολόγι, όπως και σ’άλλα μέρη του μητροπολιτικού κέντρου, παρακολουθεί τη μητέρα του Χριστού από τη στιγμή που πληροφορείται τα γεγονότα της σύλληψης του γιου της και περιγράφει τις αντιδράσεις της. Διασώζει επίσης τη δραματική σκηνή της παρουσίας της Θεοτόκου μπροστά στο σταυρωμένο Χριστό και την τελευταία συζήτησή της μαζί του:

Δέντρον, δέντρον ξεφάντωτον,
δέντρον ξεφαντωμένον,
σην κόρφαν κάθεται ο Χριστόν,
σην ρίζα η Παναϊα,
σ’ άκρας κάθουν οι άγγελοι,
σα φύλλα οι προφητάδες
κι έψαλλ’ναν κι επροφήτευαν
και του Χριστού τα πάθη.
Ψάλλ’ ο Μωυσής,
ψάλλ’ ο Δαβίδ,
ψάλλ’νε κι οι προφητάδες,
ψάλλε κι εσύ Ιάκωβε  και αδελφέ Κυρίου,
ψάλλε κι εσύ Παράδεις  μετά των αρχαγγέλων.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρ’ ημέρα,
σήμερον όλοι θλίβονται  και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν  οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλα  οι τρισκαταραμμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστόν  τον πάντων βασιλέα.

…..Το μοιρολόγι της Παναγίας το τραγουδούσαν τα κορίτσια, κυρίως, το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, συγκεντρωμένα σε μικρές ομάδες μπροστά στον επιτάφιο.

Το Μεγάλο Σάββατο, έτρωγαν ελαφρά το βράδυ (πλακίν με τ’αβλούκα, κορκοτέναν,σιρβάνκτλ.) και κοιμούνταν νωρίς για να μπορέσουν να ξυπνήσουν εύκολα.Το σπίτι είχε ήδη ετοιμαστεί από τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν γινόταν και το αποδράνισμαν των μπακιρικών (το τρίψιμο – καθάρισμα). Τα ρούχα περίμεναν τα μέλη της οικογένειας καθαρά και φροντισμένα. Όλοι όφειλαν να φορέσουν τα καλύτερά τους, για να φανεί ο πανηγυρικός χαρακτήρας της γιορτής. Εξυπακούεται ότι ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα τ’ αντρόγυνα απέφευγαν τους καβγάδες και τις προστριβές κι οι μάνες πρόσεχαν πώς μιλούσαν στα παιδιά τους, για να μη κολατίγουνταν (να μην κολαστούν).

Οι άντρες φορούσαν ποτίνα, σαάκ παλτόν, με κατιφεδέναν γιαχάν. Οι γυναίκες ζουπούνας,μεταξωτά φοτάδαςλαχόρ’, κοντογούνα, σαλβάραλουστρίνα κουντούρας. Στο κεφάλι, τηντάπλαν με τα φουλιρία. Πάνω σακαμίσα χρυσή αλυσίδα με την ώραν. Φυσικά, η ενδυμασία αυτή συνηθιζόταν στις μεγάλες πόλεις και από τις γυναίκες των εύπορων οικογενειών.

Το Χριστός Ανέστη, που έλεγε ο παπάς, πάντοτε συνοδευόταν από τον ήχο που έβγαζαν τα πιστόφα , τα ρεβόλα και τ’ άλλα όπλα που βροντούσαν, για να διαλαλήσουν το ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Μετά την είσοδο του ιερέα στην εκκλησία, η λειτουργία συνεχιζόταν ως το πρωί και κανείς βέβαια δεν έφευγε. Τα παιδιά στο προαύλιο τσούγκριζαν τ’αυγά (το τσούγκρισμα διαρκούσε και τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Την πρώτη μέρα τσούγκριζαν με το μυτίν, τη δεύτερη με τον κώλον και την Τρίτη με την κοιλίαν). έπειτα από τη μετάληψη και την απόλυση της εκκλησίας, επέστρεφαν στο σπίτι οικογενειακώς, προσπαθώντας να διατηρήσουν το φως της λαμπάδας, για ν’ανάψουν μ’ αυτό την καντήλα. Συχνά προσκαλούσαν στο σπίτι συγγενείς ή φίλους, για να φάνε μαζί. Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγώσιμα, μη νηστίσιμα. Σημειώνεται ότι το σουβλιστό αρνί δε συνηθιζόταν στον Πόντο.

Το επόμενο πρωί, μόλις τέλειωνε η εκκλησία, έβαζαν τραπέζι κι έτρωγαν όλοι μαζί ως το μεσημέρι. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσούγκριζαν αυγά. Οι μεγάλοι σε ομάδες 3 – 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Έπειτα όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο και χόρευαν.

Το απόγευμα, μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζαν οι ανταλλαγές επισκέψεων. Οι νοικοκυρές πρόσφεραν στους επισκέπτες ρακί με μεζέ φούστορον, τυρί κτλ. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν ως το βράδυ.

Το Πάσχα συνήθως επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι (ξενιτάντ‘) ή όσοι κάτοικοι χωριών ήταν εγκατεστημένοι σε πόλεις και γύριζαν στις πατρίδες τους, για να περάσουν την ημέρα της Λαμπρής με τους συγγενείς τους.

Οι τρεις μέρες της Λαμπρής στον Πόντο λέγονταν λαμπροήμερα. Σ’όλα τα σπίτια το τραπέζι ήταν στρωμένο με πασχαλινά φαγώσιμα και ιδιαίτερα με κόκκινα αυγά και λαμπροκουλούρες.

Στα χωριά, μετά τα οικογενειακά τραπέζια της πρώτης ημέρας, τη δεύτερη ημέρα στήνονταν χοροί και γλέντια στα αλώνια ή σε ανοιχτούς χώρους κι εκεί με τη συνοδεία της λύρας χόρευαν και τραγουδούσαν (το ομάλ’, τη Τρυγώνας, το λαγκευτόν). Σε όσους τόπους συνηθιζόταν το έθιμο του Ιούδα, το σχετικό ομοίωμα καιγόταν μετά τη δεύτερη Ανάσταση.

Η Ανάσταση αποτελούσε για κάθε Πόντιο ξεχωριστή και αλησμόνητη στιγμή. Κανένας Πόντιος δεν μπορεί να ξεχάσει την ιερή συγκίνηση τις στιγμές της Ανάστασης. Ήταν η στιγμή που είχε συνδυάσει με τα πιο βαθιά εθνικά ιδανικά του και το όνειρο για ελευθερία.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Αποκριά (Εμπονέστα)

pontos_apokries

Η Αποκριά λεγόταν εμπονέστα (προέρχεται από την λέξη απονήστια). Τα φαγητά που περίσσευαν από την προηγούμενη ημέρα της αποκριάς τα έδιναν σε φτωχές Τουρκάλες που τριγυρνούσαν στις ελληνικές γειτονιές για τον σκοπό αυτό. Δικαίωμα να φάνε από τα περισσεύματα είχαν μόνο όσοι ξενυχτούσαν διασκεδάζοντας χωρίς να κοιμηθούν καθόλου.  Αν κάποιος κοιμόταν έχανε το δικαίωμα αυτό. Πριν κοιμηθούν το βράδυ της αποκριάς σφράγιζαν το στόμα τους για την περίοδο της νηστείας τρώγοντας ένα αυγό και λέγοντας: “Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο”. Δηλαδή με το τέλος της νηστείας, μετά την ανάσταση το πρώτο μη νηστίσιμο που θα έτρωγαν θα ήταν το κόκκινο αυγό. Οι Πόντιοι ήταν πολύ αυστηροί με την νηστεία. Ακόμη και η μύτη αν άνοιγε ενός παιδιού, του έλεγαν να φτύσει το αίμα και να μην το καταπιεί για να μην καταλύσει τη νηστεία.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Καθαρή Δευτέρα

pontos_kathara_deutera

Στον Πόντο η Καθαρή Δευτέρα δεν ήταν ημέρα γλεντιού και πετάγματος αετού. Ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών και αντικειμένων που είχαν σχέση με το φαγητό.  Για τον τελειότερο καθαρισμό χρησιμοποιούσαν την κατενή. Η κατενή είναι η γνωστή στους παλαιότερους ως αλισίβα. Σε ένα καζάνι έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα. Τα κρεατοκούρα, τα ξύλινα κούτσουρα που επάνω έκοβαν τα κρέατα και έφτιαχναν και κιμά, όχι μόνο τα έπλεναν αλλά και τα έξυναν με αιχμηρά εργαλεία για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος λίπους που ενδεχομένως είχε εισχωρήσει στο ξύλο. Παρομοίως έξυναν και τα κοβλάκια (ξύλινα δοχεία για βούτυρο) και τα καρσάνια(ξύλινες λεκάνες). Τα χάλκινα σκεύη αφού τα έπλεναν, τα έτριβαν με στάχτη για να γυαλίσουν. Επί πλέον καθάριζαν και τα διάφορα στρωσίδια του σπιτιού.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Καλαντόνερον

pontos_kalantoneron

Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, γυναίκες με διάφορα δώρα στα χέρια (τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, αλάτι) επισκέπτονταν τη βρύση «πεγάδ’» του χωριού και τα αναπόθεταν λέγοντας την ευχή: «Κάλαντα και καλός καιρός πάντα και του χρόνου». Τότε ακριβώς έπαιρναν το καλαντόνερον. Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος και έβλεπε το φαινόμενο, τον θεωρούσαν τυχερό και ό,τι ζητούσε σαν επιθυμία θα το έβρισκε. «Επλερούτον σα μουράτα τ», γίνονταν οι επιθυμίες του πραγματικότητα. Το νερό αυτό που το θεωρούσαν αγιασμένο, το ’φερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια.

Παίρνοντας κανείς νερό δεν έπρεπε να γυρίσει να δει πίσω του γιατί διαφορετικά αρρωσταίνει ψυχικά (παθάν’βλάφκεταιαχπαράεται).

Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο «πεγάδ’» στην κυρα – Πεγαδίστρα διάφορα φρούτα και ιδίως μήλα. Σαν ανταπόδοση περίμεναν από τη Μάισσα της βρύσης την «Πεγαδομάνα» ν’ ανοίξει την τύχη τους: «Άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ’, ν’ ανοίεται η τύχη μ’ κι άμον το τρέχ’ το νερόν να τρέχ’ και ευλοΐα».

Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν κι όταν έφευγαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και θα την παντρευόταν γιατί επενεργούσαν κάποιες μαγικές δυνάμεις κατά την Ποντιακή λαϊκή δοξασία και πίστη:

Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν,
Το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ’ μαείας.
Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν, μαεύ’ τοι δυς εντάμαν.
Η κορ’ μαεύ’ ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια…

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Πιζηλά (Καλικάντζαροι)

pontos_pizila

Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το Δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα.

Ανάλογα με την περιοχή ονομάζονται και πίζουλαπίζελα και πιζήαλα.

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Γάμος (Στεφάνωμαν)

pontos_gamos

Ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ζωής των Ποντίων ήταν ο γάμος . Στους Έλληνες του Πόντου πιο διαδεδομένος ήταν ο όρος «χαρά», που υπογράμμιζε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός των ανθρώπων.

Οι Πόντιοι πάντρευαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς. Κατάλληλη ηλικία για το νέο θεωρούνταν μετά το 16ο και μέχρι το 25ο έτος, ενώ για τη νέα μετά το 14ο μέχρι και το 20. Βέβαια, δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ήταν δυνατό να οδηγηθούν σε γάμο τόσο οι νέοι, όσο και οι νέες, σε ηλικίες μικρότερες από τις πιο πάνω.  Αν το κορίτσι περνούσε το εικοστό έτος συνήθιζαν να τη λένε γεροντοκόρη.

Πολλές φορές οι γονείς «λογόδοναν» την κόρη τους όταν αυτή έπαιζε με τα παιδάκια της γειτονιάς. Την τύχη της κοπέλας όριζε ο δυναμικός πατέρας αφού η συγκατάνευσή της στο γάμο ήταν περιττή. Ούτε όμως και ο νέος μπορούσε να έχει τη δική του γνώμη για τη μελλοντική του σύζυγο. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος.

Την τελευταία Τετάρτη πριν από την Κυριακή του γάμου, η νύφη δέχονταν σπίτι της τις φίλες της, τους συγγενείς της και τους γείτονες οι οποίοι έφερναν δώρα, υφάσματα, ξηρούς καρπούς και φρούτα.

Την Πέμπτη πριν τον γάμο συνήθιζαν να κάνουν τα απαραίτητα ψώνια (τρόφιμα ,ποτά, ρουχισμός, κ.α.).

Την Παρασκευή το πρωί γινόταν τα «κάλεσμα» των συγγενών και φίλων και από το σπίτι του γαμπρού και της νύφης. Για το σκοπό αυτό, μία φτωχή γυναίκα ή κάποιος συγγενείς του ζευγαριού μοίραζε στους κατοίκους όλου του χωριού  κεριά ή προσέφερε ούζο. Τους συγγενείς τους καλούσαν μ’ ένα μαντίλι ή κάλτσες ή πετσέτες κ.λ.π. Όλα αυτά τα αντικείμενα είχαν θέση προσκλητηρίου γάμου. Οι προσκαλεσμένοι με τη σειρά τους έδιναν κάποιο φιλοδώρημα.

Από το πρωί του Σαββάτου άρχιζαν οι ετοιμασίες για την υποδοχή και περιποίηση των καλεσμένων. Για το σκοπό αυτό οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού ή της νύφης ετοίμαζαν τα πάντα. Οι άντρες έφερναν τραπέζια, καρέκλες, πιάτα και ότι ήταν απαραίτητο για να φάνε, να πιούνε και γενικά να γλεντήσουν οι καλεσμένοι. Οι γυναίκες έκαναν γενική καθαριότητα του σπιτιού, εσωτερικών και εξωτερικών χώρων και ετοίμαζαν διάφορα είδη φαγητών, σαλάτες και πολλά άλλα. Όταν όλα πια ήταν έτοιμα, άρχιζε το γλέντι. Σαν βράδιαζε οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού έπαιρναν το λυράρη (κεμεντζετζή) και πήγαιναν χορεύοντας στο σπίτι του κουμπάρου, για να τον προσκαλέσουν. Στον χορό προπορευόταν ένας στενός φίλος του γαμπρού, κρατώντας στα υψωμένα χέρια του έναν κόκορα ζωντανό, σαν δείγμα ξεχωριστού και τιμητικού προσκαλέσματος. Μετά την παραλαβή του ζωντανού… προσκλητηρίου, οι συγγενείς του κουμπάρου προσέφεραν στους προσκαλεσμένους ούζο και διάφορους μεζέδες και ύστερα από σύντομο γλέντι στην αυλή του κουμπάρου επέστρεφαν όλοι (φυσικά μαζί με τον κουμπάρο) στο σπίτι του γαμπρού για να συνεχιστεί εκεί το γλέντι μέχρι το πρωί.

Στο μεταξύ η νονά και οι φίλες της νύφης πήγαιναν στο σπίτι της, για να πάρουν και να τη λούσουν στο σπίτι νονάς. Τα κορίτσια που έφταναν πριν από τη νονά στο σπίτι, γύριζαν τη σκάφη ανάποδα (μπρούμυτα) και έλεγαν «η σκάφη δε γυρίζει» για να λούσουν τη νύφη. Τελικά η νονά κερνούσε τα κορίτσια, οπότε… γύριζε η σκάφη και έλουζε τη νύφη. Κατόπιν νονά και φίλες έφερναν τη νύφη πάλι στο πατρικό της.

Στην συνέχεια ο γαμπρός και ο κουμπάρος, συγγενείς και γενικά καλεσμένοι του γαμπρού, έφταναν στο σπίτι της νύφης και «χάριζαν» (δώριζαν) σ’ αυτήν διάφορα δώρα που είχαν φέρει μαζί τους. Μετά το δώρισμα ακολουθούσε φαγοπότι στο σπίτι της νύφης. Σαν τελείωνε το φαγοπότι και οι καλεσμένοι του γαμπρού ετοιμάζονταν να φύγουν κρυφά έπαιρναν πάνω από τα τραπέζια κουταλοπίρουνα και χτυπώντας τα μεταξύ τους και χορεύοντας, έφτανα στο σπίτι του κουμπάρου, όπου τα παλικάρια έλουζαν εκεί το γαμπρό. Τελικά κουμπάρος και συγγενείς έφερναν το γαμπρό σπίτι του για να ξεκουραστεί και να είναι έτοιμος για την Κυριακή που ξημέρωνε, ενώ το γλέντι στο σπίτι του συνεχιζόταν όλη σχεδόν τη νύχτα. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, οι γεροντότεροι από την πλευρά του γαμπρού, πήγαιναν για λίγο στο σπίτι της νύφης διασκέδαζαν και πάλι επιστέφανε στο σπίτι του γαμπρού. Το ίδιο γινόταν κι από τη πλευρά της νύφης.

Την Κυριακή μετά τη λειτουργία, από το σπίτι του γαμπρού έστελναν στην εκκλησία το νυφικό καθώς και τα εσώρουχα γαμπρού και νύφης, όπου τα “διάβαζε” ο παπάς, ενώ το γλέντι συνεχιζόταν στα σπίτια γαμπρού και νύφης.

Την Κυριακή λίγο πριν το μεσημέρι ο γαμπρός και οι κλασμένοι του χορεύοντας ξαναπήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου, τον έπαιρναν και γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού για να αρχίσει το«χάρισμα» (δώρισμα). Στη μέση λοιπόν της αυλής και μπροστά σ’ ένα τραπέζι κάθονταν δίπλα – δίπλα γαμπρός και κουμπάρος για να δεχτούν τις ευχές και τα δώρα των καλεσμένων. Τότε ένας – ένας οι καλεσμένοι περνούσαν από εκεί, άφηναν τα δώρα τους και εύχονταν στο γαμπρό «καλά στέφανα» και «καλορίζικος» και στο κουμπάρο «παντάξιος». Κατά τη διάρκεια του δωρίσματος από το στόμα του λυράρη ακουγόταν το συγκινητικό τραγούδι:

Χαρείστε, χαρείστε,
Θειάδες, πατσίδες,
Κι αρ ατό πα ορφανόν εν
Χαρείστε, χαρείστε.

Δηλαδή: Δωρίστε, δωρίστε θείες και συγγενείς γιατί κι αυτός ο νέος (ο γαμπρός) είναι ορφανός (έχει την ανάγκη όλων για να στήσει το δικό του νοικοκυριό) γι ’αυτό ελάτε να δωρίσετε απλόχερα.

Αφού τελείωνε το δώρισμα, ένας συγγενείς ανέβαινε στο μπαλκόνι του σπιτιού ή σε κάποιο ψηλό μέρος και από εκεί με δυνατή φωνή έκαμνε γνωστό σε όλους τους παρευρισκομένους πόσα και τι είδους δώρα συγκέντρωνε ο γαμπρός και ο κουμπάρος χωριστά. Έτσι θα μπορούσε κάποιος καλεσμένος ν’ ακούσει από έναν τέτοιο «ντελάλη» να λέει π.χ. «Σον γαμπρόν εχάρτσαν (στο γαμπρό δώρισαν): μετρητά 2000 δραχμάς, 10 πουκάμισα, 15 ζευγάραι κάλτσας, 12 πετσέτας.

Όλα αυτά τα δώρα, οι συγγενείς τα έκαναν μικρά μπογαλάκια και χορεύοντας τα πήγαιναν μέσα στο σπίτι. Μετά το δώρισμα ερχόταν η σειρά του «ξυρίσματος». Στη μέση της αυλής τοποθετούσαν μια καρέκλα και σ’ αυτήν καθόταν ο γαμπρός, ο δε κουμπάρος καλούσε έναν κουρέα για να ξυρίσει το γαμπρό. Άρχιζε (ο κουρέας) αργά και προσεκτικά να ξυρίζει το γαμπρό, ενώ τριγύρω τους στηνόταν κυκλικός χορός. Κάποια στιγμή ο κουρέας σταματούσε το ξύρισμα λέγοντας: «Το ξυράφ κι κοφτ» (το ξυράφι δεν κόβει). Στην πραγματικότητα ήθελε πληρωμή για να συνεχίσει. Έτσι ο κουμπάρος προκειμένου να ξυριστεί ο γαμπρός αναγκαζόταν επανειλημμένως να δίνει στον κουρέα σπουδαία χρηματικά ποσά σαν φιλοδωρήματα.

Έτσι μ’ όλες αυτές τις διαδικασίες, το γλέντι και το χορό ενδιάμεσα, έφτανε πια και το μεσημέρι της Κυριακής. Στη συνέχεια ο γαμπρός, συνοδευόμενος από τον κουμπάρο, με προπορευόμενους το λυράρη και τους χορευτές και ακολουθούμενους από συγγενείς και φίλους, πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Μαζί του έφταναν εδώ το νυφικό, τα στέφανα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τη στέψη, καθώς επίσης και μια πίτα. (Η πίτα ήταν ετοιμασμένη από την Παρασκευή, φτιαγμένη από τους συγγενείς του γαμπρού και στολισμένη με κόκκινο μετάξι. Εάν στη διάρκεια του ψησίματος της πίτας στο φούρνο καιγόταν το μετάξι, τότε έλεγαν πως η νύφη δεν ήταν τίμια).

Και η πομπή του γαμπρού συνέχιζε το δρόμο για το σπίτι της νύφης. Σε κάποιο στενό δρομάκι καρτερούσαν τη συνοδεία του γαμπρού οι γειτόνισσες της νύφης. Μ’ ένα σχοινί έφραζαν το πέρασμα και τότε μόνον άφηναν το γαμπρό και τον κουμπάρο να περάσουν, αφού πρώτα τους έδιναν γενναίο φιλοδώρημα. Το ίδιο γινόταν και στην εξώπορτα του πατρικού της νύφης, όπου τα αδέλφια και τα ξαδέλφια της νύφης εμπόδιζαν την είσοδο. Την πόρτα του δωματίου της νύφης την φύλαγαν οι φίλες της εμποδίζοντας το πέρασμα του γαμπρού και του κουμπάρου. Ελευθέρωναν τη είσοδο αφού κι αυτές εισέπραττάν ένα ποσό από τον κουμπάρο.

Μια συγγενείς της νύφης κρατούσε ένα πιάτο με αυγά ομελέτα. Έπρεπε όμως και πάλι ο κουμπάρος να… ελαφρώσει την τσέπη του για να φάει τα αυγά ο γαμπρός. Ενώ γινόντουσαν αυτά, τα κορίτσια στόλιζαν τη νύφη τραγουδώντας διάφορα χαρούμενα τραγούδια γεμάτα με παινέματα για τη νύφη. Ύστερα απ’ αυτό οι συγγενείς του γαμπρού έσπαγαν τη πίτα στο κεφάλι της νύφης και τα κομμάτια τα μοίραζαν στα κορίτσια. Με το ξεκίνημα για την εκκλησία οι συγγενείς εύχονταν στη νύφη «καλά στέφανα». Καθώς κατέβαινε η νύφη τα σκαλοπάτια του πατρικού της βοηθούμενη από τα αδέλφια της, ο λυράρης τραγουδούσε ένα αργό και συγκινητικό τραγούδι, που μιλούσε για τον αποχωρισμό της νύφης από τους δικούς της και το σπίτι της. Ήταν η στιγμή που, όχι μόνο η νύφη κι οι δικοί της, αλλά και όλοι οι καλεσμένοι δάκρυζαν.

Στην εκκλησία, όπου έφταναν χορεύοντας γινόταν το μυστήριο του γάμου, όπως γίνεται και σήμερα. Μόνο που μετά την αλλαγή των στεφάνων από τον κουμπάρο μερικοί φίλοι του τον σήκωναν ψηλά, τον τσιμπούσαν με καρφίτσα λέγοντάς του «κούμπαρε τάξον» δηλαδή κουμπάρε τάξε μας κάτι και τότε μόνο τον κατέβαζαν αφού υποσχόταν ότι θα τους κάνει ένα καλό γλέντι στο καφενείο. Τελείωνε το μυστήριο και ένας – ένας όλοι περνούσαν μπροστά από το γαμπρό, τη νύφη και τον κουμπάρο και μ’ αγκαλιές και φιλία εύχονταν στο γαμπρό και τη νύφη «να ζήσετε» και στον κουμπάρο «παντάξιος». Κατόπιν όλοι μαζί χορεύοντας μπροστά από τους νεόνυμφους έφταναν στο σπίτι του γαμπρού.

Εκεί, στην εξώπορτα, περίμεναν τη νύφη η πεθερά κι ο πεθερός της με γλυκά, χρυσαφικά κι ένα καλό ύφασμα για φόρεμα. Έδινε η πεθερά με το κουταλάκι γλυκά στο στόμα της νύφης για να λέει γλυκές κουβέντες. Μετά τη στόλιζε με τα χρυσαφικά και σκέπαζε τους νεόνυμφους με το ύφασμα. Ακόμη η πεθερά, για να δοκιμάσει τη δύναμη της νύφης, τοποθετούσε ανάποδα στο κατώφλι ένα πιάτο και καλούσε τη νύφη να το σπάσει με το πόδι της. Μετά το σπάσιμο του πιάτου πεθερός και πεθερά φιλούσαν την καινούρια θυγατέρα και το γιο τους, τους έδιναν τις ανάλογες ευχές και τους οδηγούσαν στο δωμάτιό τους. Αφού ξεκουράζονταν λίγο, νύφη και γαμπρός έβγαιναν έξω στη αυλή και ξανάρχιζε το γλέντι. Το πρώτο χορό τον έσερνε η νύφη και γαμπρός, ενώ οι συγγενείς του γαμπρού, τη στιγμή εκείνη, καρφίτσωναν στο φόρεμα της νύφης χαρτονομίσματα και χόρευαν για λίγο μπροστά της. Ακολουθούσαν κι άλλοι χοροί και πάλι τους νεόνυμφους τους οδηγούσαν μέσα στο σπίτι κι εκεί προσέφεραν τα δώρα τους, οι πιο στενοί συγγενείς του γαμπρού.

Το γλέντι του ποντιακού γάμου, συνεχιζόταν όλοι τη νύχτα της Κυριακής μέχρι και τις πρωινές ώρες της Δευτέρας, οπότε τελείωνε και όλοι έφευγαν στα σπίτια τους, κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι.

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Σουμάδεμαν (Αρραβώνας)

pontos_arravonas

Οι γονείς του παιδιού, οι οποίοι ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την εξεύρεση νύφης, αφού έδιναν το λόγο, όριζαν την ημέρα των αρραβώνων , που συνήθως ήταν Σάββατο. Η οικογένεια του γαμπρού με όργανα, λύρα, ταούλ (νταούλι), ζουρνάν, αγγείον (γκάιντα), πήγαινε στο σπίτι του κοριτσιού όπου γινόταν ο αρραβώνας .

Πρώτα μιλούσαν σχετικά με το «σουμάδεμαν και το σουμαδεμέντι» , ύστερα πρόσφεραν τη σουμάδα και τα πρώτα δώρα, δηλ. δαχτυλίδι, τσίτι, φωτοδέμια και κατόπιν χόρευαν. Απαραίτητη ήταν η παρουσία του παπά για την αλλαγή των δαχτυλιδιών «χωρίς παπάν σουμάδ’ κι έτον». Τα δαχτυλίδια ήταν πάντα χρυσά. Αυτός που τα άλλαζε ήταν υποχρεωμένος και να τους στεφανώσει.  Το ίδιο βράδυ όριζαν και το χρόνο τέλεσης του γάμου που συνήθως ήταν πολύ σύντομα.

Από την ημέρα του αρραβώνα μέχρι το γάμο δεν επιτρέπονταν να συναντηθούν οι δύο νέοι ούτε να πάει ο ένας στο σπίτι του άλλου.

Οι αρραβώνες σπάνια διαλύονταν. Σε περιπτώσεις διάλυσης έλεγαν «Έκλωσαν τη σουμάδα»και επέστρεφαν τα δώρα. Ήταν πάρα πολύ ατιμωτικό και ο νέος έπρεπε να ξενιτευτεί αφού πλέον δεν τον σήκωνε το κλίμα του χωριού.

Συνταγή Σουμάδας

Η Σουμάδα είναι σιρόπι από αμύγδαλα ή πικραμύγδαλα. Είναι αναψυκτικό με μοναδικό άρωμα και πίνεται παγωμένη. Στoν Πόντο συνόδευε τους αρραβώνες και “σφράγιζε”  τη συμφωνία για το γάμο. Συχνά,  πριν την σερβίρουν την αρωμάτιζαν με ανθόνερο και την πασπάλιζαν με κανέλα. Ο καρπός του αμύγδαλου συμβόλιζε την ευλογία και την απόκτηση πολλών και καλών παιδιών, πρώτιστη επιδίωξη κάθε οικογένειας.

Υλικά:
300 γραμμάρια αμυγδαλόψιχα
6 -8 πικραμύγδαλα
1 κιλό ζάχαρη
4 φλιτζάνια νερό

Εκτέλεση:
Ξεφλουδίζετε τα αμύγδαλα ρίχνοντάς τα σε βραστό νερό για λίγα λεπτά. Μετά τρίψτε τη φλούδα που φεύγει πολύ εύκολα.

Ο παραδοσιακός τρόπος θέλει τα αμύγδαλα να κοπανίζονται σε γουδί με προσθήκη λίγης ζάχαρης (περίπου μια κουταλιά) ώστε να προκύψει λεία αλοιφή (πάστα). Μπορείτε, όμως, να το κάνετε και σε μπλεντεράκι.

Την πάστα αυτή, λοιπόν, την ανακατεύετε με το μισό νερό και την περνάτε από ψιλό τουλπάνι (εναλλακτικά, από τούλια) στύβοντας ώστε να βγει ο χυμός, τον οποίο και συλλέγετε. Επαναλαμβάνετε με ένα φλιτζάνι νερό και στύβετε ξανά.

Το υγρό που συλλέξατε, μαζί με το τελευταίο φλιτζάνι νερό και τη ζάχαρη, τα βάζετε σε κατσαρολάκι και βράζετε μέχρι το μίγμα να δέσει (σαν σιρόπι), ξαφρίζοντας αν χρειαστεί.

Αφήνετε να κρυώσει και τοποθετείτε σε αποστειρωμένο μπουκάλι και το σφραγίζετε.

Για να σερβίρετε βάζετε σε ένα ποτήρι ένα – δύο δάχτυλα σουμάδα και συμπληρώνετε με παγωμένο νερό.

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Ο δεξάμενος(νονός) στον Πόντο

vaptisi_pontos

Δεξάμενος είναι ο ανάδοχος, νονός του βρέφους που βαπτίζεται. Λεγόταν και σύντεκνος όπως και στην Κρήτη.

Στον Πόντο ο κουμπάρος που στεφάνωνε τους γονείς βάφτιζε και το παιδί. Έθιμο που μέχρι σήμερα τηρούν οι Πόντιοι.

Την επιλογή την έκαναν οι μειζέτεροι (πρεσβύτεροι) της οικογένεις του παιδιού. Τα αγόρια είχαν δεξάμενο και τα κορίτσια δεξαμέντζαν. Τα δίδυμα είχαν διαφορετικούς δεξαμένους αντίστοιχα με το φύλο τους.

Σ’ όλη του τη ζωή ο δεξιμάτ’ (βαφτιστήρι) αποκαλούσε το νονό δεξάμενε και τη νονά δεξανέντζα. Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας.

Στο δεξάμενο στελνόταν ως πρόσκληση κόκκινη λαμπάδα μαζί με πίτα ή αρνί στολισμένο με λουλούδια και άλλα στολίδια στο κεφάλι. Το έθιμο της λαμπάδας τηρείται και σήμερα από του Πόντιους.

Την ορισμένη μέρα και ώρα ο δεξάμενος ερχόταν στο σπίτι του βρέφους με το αλάι του ( την συνοδεία του) και από κει πήγαιναν όλοι μαζί στη εκκλησία.

Το όνομα είχε δικαίωμα να το επιλέξει ο δεξάμενος, αν δεν είχαν αποφασίσει οι γονείς.

Ο δεξάμενος εκτός από τα δώρα που έκανε στο αναδεξιμιό του έπρεπε να δείχνει ενδιαφέρον και για όλη τη ζωή του. Τη μόρφωσή του, την επαγγελματική αποκατάσταση, το γάμο του.

Τον στεφάνωνε ο ίδιο ή ο γιος του. Ήταν μεγάλη προσβολή ο παραμεσισμός του νονού από τα δρώμενα του γάμου. Μεγάλο σεβασμό έδειχναν και οι γονείς του παιδιού στον δεξάμενο και είναι χαρακτηριστική η παροιμία:

Αδελφοσύνα σ’ κούται κ΄ η κουμπαρωσύνα κάθεται (παραμερίζεται ο αδελφός για χάρη του κουμπάρου).

Όταν τύχαινε να γίνουν κουμπάροι αδέλφια, η προσαγόρευση που επικρατούσε ήταν κουμπάρε.

Πληροφορίες από την εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Η επιλογή της νύφης στον Πόντο

nifi_pontos

Οι Έλληνες του Πόντου όταν ερχόταν η ώρα να παντρέψουν τα αγόρια τους, έψαχναν πολύ το θέμα της νύφης.

Πέρα από το “Χάραγμαν τη κουνί” έθιμο κατά το οποίο οι γονείς μόλις γεννιόντουσαν τα παιδιά τους χάραζαν τα ονόματά τους και τα αρραβώνιαζαν υπήρχε καιτ το έθιμο “τη προξενείας”.

Οι προξενήτρες ήξεραν ή έψαχναν να βρούνε νύφη όμορφη και προκομμένη να έχει ανατραφεί με τις αρχές του σεβασμού της αγάπης και γενικά με τα ήθη της Ποντιακής οικογένειας.

Δύο προξενήτρες πήγαν από την Κρώμνη στο Αληθινό να δουν τη μέλλουσα νύφη. Κατά το συνήθειο τους πρόσφεραν καφέ. Οι προξενήτρες τον ήπιαν, αναποδογύρισαν τα φλιτζάνια και πρόσεξαν ότι γύρω το στόμιο ήταν βρώμικο, υπήρχε μια μαύρη γραμμή.

Δεν είπαν τίποτα χαιρέτισαν κι έφυγαν άπρακτες.

Στο δρόμο λέει η μια στην άλλη : Ατοιν’ κ’ ειν’ για τ’ εμάς, η νύφε πολλά πίσαινα έν’. (Αυτή δεν είναι για μας η νύφη πολύ βρωμιάρα είναι).

Οι Κρωμέτ’ εφημίζοντο για την καθαριότητά τους και υπάρχει ένα Ποντιακό τετράστιχο για τις δουλειές που έπρεπε να κάνει η νύφη στον Πόντο.

Νύφε δέβα σό νερόν
Νύφε δέβα σά χορτάρια
Νύφε σπόγξον το μαντρίν
Νύφε πλέξον και τα’ ορτάρια

Νύφη πήγαινε για νερό, πήγαινε να θερίσεις και να αποθηκεύσεις το χορτάρι για τα ζώα. Να σκουπίσεις το μαντρί, να πλέξεις και κάλτσες για την οικογένεια.

Δεν ήταν μόνο αυτά που έκανε η νύφη στο Πόντο. Αφού εσυνορθίαζε (τακοτοποιούσε) όλο το σπίτι, έπλενε, μαγείρευε, ζύμωνε, φούρνιζε, περιποιόταν όλα τα μέλη της οικογένειας του ανδρός της, τελευταία έπεφτε να κοιμηθεί και πρώτη σηκωνόταν το πρωί…

(Από το βιβλίο Λαογραφικά Πόντου της Έλσας Γαλανίδου-Μπαλφούσια)

Διαβάστε Περισσότερα
Ήθη & Έθιμα

Παραδοσιακά Ποντιακά Βαφτίσια

pontos_vaptisi

Όταν το μωρό γινόταν σαράντα ημερών, ο πατέρας πήγαινε στον κουμπάρο που τους στεφάνωσε και τον ρωτούσε αν ήθελε να βαφτίσει το μωρό. Ο κουμπάρος δικαιούταν να βαφτίσει το πρώτο τους μωρό.

Για να καλέσουν τον κουμπάρο έπαιρναν μία λαμπάδα και μία πετσέτα και στέλναν τα παιδιά της οικογένειας ή συγγενικά να του πουν την ημέρα που θα γινόταν η βάφτιση. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στην μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο.

Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν μ’ ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντάς τους από ένα.

Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δύο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί το έπαιρνε ο κουμπάρος αφού του έδινε λεφτά. Η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία, αλλά καθόταν στο σπίτι.

Την ώρα της βάφτισης ρίχνανε λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία τα έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε.

Ο κουμπάρος έλεγε το όνομα, το οποίο δεν το ήξερε κανένας άλλος (μέχρι τότε το μωρό το φώναζαν μπέμπη-μπέμπα) και τα παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα στη μητέρα του μωρού. Όποιο παιδί έφτανε πρώτο του έδινε περισσότερα λεφτά απ’ τα άλλα. Όταν τελείωνε η βάφτιση, σηκώνανε τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν “Άξιος”.

Μετά δύο κορίτσια έπαιρναν το νερό της κολυμπήθρας και το έχυναν σε κάποιο καθαρό μέρος και ο κουμπάρος τα έδινε λεφτά. Αντί για μπομπονιέρες μοίραζαν στον κόσμο καραμέλες, λεφτά και μικρά σταυρουδάκια

Ο κουμπάρος πήγαινε στο σπίτι της μητέρας του μωρού και εκεί η μητέρα γονάτιζε τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το μωρό. Τότε ο κουμπάρος της έλεγε: “Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου να το προσέξεις σαν τα μάτια κι απ’ τη φωτιά κι από όλα τα κακά”.

Ακολουθούσε το γλέντι.

Όταν ο κουμπάρος έφευγε απ’ το σπίτι πήγαινε πάνω απ’ τη κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά. Το ίδιο έκαναν και άλλοι συγγενείς.

Έτσι τέλειωνε η βάφτιση.

Διαβάστε Περισσότερα