Πιτάκια Ρωσικής προέλευσης τα έφεραν οι γονείς μας το 1922-25. Τα πιροσκί αποτελούν ένα είδος πίτας που στη Ρωσία έψηναν από τα πολύ παλιά χρόνια.
Υλικά ζύμης:
1 κιλό αλεύρι
1 φακελάκι ξερή μαγιά
1,5 κουταλάκι αλάτι
Υλικά γέμισης:
1 κιλό πατάτες καθαρισμένες
1-2 μεγάλα κρεμμύδια περασμένα στον τρίφτη
1-2 κουταλάκια αλάτι
μισή κούπα ελαιόλαδο
μαύρο πιπέρι
κόκκινο γλυκό πιπέρι
μαϊντανό ψιλοκομμένο
δυόσμο φρέσκο ή ξερό
Η συνταγή είναι η παραδοσιακή. Άλλοι χρησιμοποιούν αντί για γέμιση πατάτας, κιμά, τυρί, λουκάνικο, κ.λ.π
Εκτέλεση:
Μέχρι να ετοιμάσουμε τη ζύμη βάζουμε τις καθαρισμένες πατάτες να βράσουν σε λίγο νερό. Σε μια ευρύχωρη λεκάνη ρίχνουμε το αλεύρι, το αλάτι και την μαγιά. Ζυμώνουμε ρίχνοντας σιγά σιγά χλιαρό νερό μέχρι να γίνει μια σφιχτή ζύμη. Την αφήνουμε να φουσκώσει.
Μόλις βράσουν οι πατάτες τις σουρώνουμε και με ένα πιρούνι τις λειώνουμε. Σε ένα τηγάνι ρίχνουμε το λάδι και μόλις ζεσταθεί ρίχνουμε το κρεμμύδι να τσιγαριστεί ελαφρά. Μόλις τσιγαριστεί ρίχνουμε την λειωμένη πατάτα και ανακατεύουμε ρίχνοντας το αλάτι, το μαυροπίπερο και το γλυκό πιπέρι. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα για πέντε λεπτά μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Ρίχνουμε τον μαϊντανό και τον δυόσμο ανακατεύουμε και κατεβάζουμε από τη φωτιά.
Παίρνουμε τη μισή ζύμη και ανοίγουμε φύλλο. Με ένα ποτήρι κόβουμε στρογγυλά κομμάτια ζύμης και τα γεμίζουμε με το μείγμα. Κλείνουμε καλά σε σχήμα μισοφέγγαρου. Τα τοποθετούμε πάνω σε καθαρή πετσέτα και τα σκεπάζουμε να μην ξεραθούν μέχρι να τελειώσουμε όλη την παρασκευή. Την ενδιάμεση ζύμη την ξαναζυμώνουμε και την αφήνουμε στην άκρη να ξεκουραστεί μέχρι να χρησιμοποιήσουμε την υπόλοιπη ζύμη. Αφού ετοιμαστούν όλα τα πιροσκία, βάζουμε στο τηγάνι αρκετό λάδι και μόλις κάψει τα ψήνουμε κι απ’ τις δυο πλευρές μέχρι να ροδίσουν. Τα ψημένα πιροσκία που βγάζουμε από το τηγάνι και τα τοποθετούμε πάνω σε χαρτί κουζίνας για να απορροφηθούν τα πολλά λάδια.





Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Ιερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο πανέμορφος, ζωηρός και ζωντανός Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Από τον μοναχό Ιερεμία έμαθε ο Αμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Αμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί για την Τραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Αθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Πρόνοιας της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου Λεωνίδας Ιασωνίδης: «Eν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».

